Οι υφιστάμενες αλλαγές που συμβαίνουν στον τομέα της χρήσης-κάλυψης γης
γίνονται ολοένα εντονότερες και συχνότερες. Συνεπώς η παρακολούθησή τους
καθίσταται πλέον δύσκολη. Η αδυναμία τακτικής επικαιροποίησης των βάσεων
δεδομένων με τους αντίστοιχους θεματικούς χάρτες δεν καλύπτουν επαρκώς τις
ανάγκες των χρηστών στη μελέτη των εξελίξεων στην χρήση-κάλυψη γης. Η λήψη
εικόνων και φωτογραφιών από εναέρια μέσα (δορυφόροι-αεροπλάνα) και οι
εφαρμογές της τηλεπισκόπισης μαζί με τα γεωγραφικά πληροφορικά συστήματα
αποτελούν ένα ικανοποιητικό εργαλείο στις απαιτήσεις των ερευνητών για τη
διαχρονική μελέτη των περιβαλλοντικών αλλοιώσεων ή αλλαγών.
Οι πεδινές και οι παράκτιες εκτάσεις, λόγω των ήπιων γεωμορφολογικών
χαρακτηριστικών και της εύκολης συγκοινωνιακής πρόσβασης, αποτελούσαν
ανέκαθεν ισχυρό πόλο έλξης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Οι άμεσες συνέπειες
είναι να ασκούνται πιέσεις τόσο από φυσικές καταστροφές, όσο και από
ανθρωπογενείς διεργασίες, (αστικοποίηση, τουρισμός, μεταφορές).
Η παρούσα διατριβή διακρίνεται σε τέσσερις ενότητες. Στο πρώτο μέρος
περιγράφεται η θέση της περιοχής έρευνας, η οποία καταλαμβάνει την ανατολική
πλευρά της Κεντρικής Ελλάδας. Γεωλογικά η περιοχή αποτελείται κυρίως από
ασβεστολιθικά πετρώματα (35,5%), αλλούβιες αποθέσεις (34,3%), φλύσχη (16%),
οφιόλιθους (8,4%) και από μεταμορφωμένα πετρώματα και σχιστοκερατολιθική
διάπλαση. Ηλικιακά οι σχηματισμοί προσδιορίζονται κυρίως στο Ανωκρητηδικό και
στο Τεταρτογενές. Το κλίμα είναι ξηροθερμικό με μέση ετήσια βροχόπτωση 498,8
χιλιοστά. Η σχετική υγρασία είναι 65,8% και ηλιοφάνεια που ξεπερνά στα 2/3 του
έτους τις 150 ώρες μηνιαίως.
Στο δεύτερο μέρος αναλύονται οι υδρολογικές λεκάνες με το υδρογραφικό
δίκτυο. Η περιοχή έρευνας αποτελεί τμήμα της λεκάνης του Αλμυρού. η πεδιάδα του
Αλμυρού διασχίζεται από έξι ρεύματα με περιοδική ροή που απορρέουν στον όρμο
του Αλμυρού, τμήμα του κλειστού Παγασητικού κόλπου, στην Ανατολική πλευρά
της Κεντρικής Ελλάδας. Η περιοχή έρευνας αποτελεί τμήμα της λεκάνης του
Αλμυρού με έκταση 667,6 km
2
, έναντι των 905,4 km
2
που καταλαμβάνει συνολικά.
Το μήκος της περιοχής έρευνας είναι κατά προσέγγιση 28,4 km και το πλάτος 23,51
km. Η απουσία συλλεκτήριου αγωγού υδάτων υποδηλώνει το ξηροθερμικό κλίμα της
περιοχής, την περιοδική ροή των ρευμάτων και το ιδιόμορφο ανάγλυφο του εδάφους.
Λόγω της ιδιομορφίας αυτής οι λεκάνες των ρευμάτων έχουν μακρόστενο σχήμα, ενώ
στα κατάντη και κοντά στο σημείο απορροής λόγω της στενότητας και των μικρών
κλίσεων σχηματίζεται τέναγος. Αντίθετα στα ανάντη τα υψόμετρα είναι μεγαλύτερα
και οι κλίσεις είναι πολύ ισχυρές του εδάφους. Ο προσανατολισμός των κλίσεων
i
είναι κυρίως βόρειος ως ανατολικός με τους ενδιάμεσους προσανατολισμούς.
Υψομετρικά η περιοχή χωρίζεται στις ακόλουθες ζώνες:
Πεδινή - ηµιπεδινή ενότητα: (0 –200) m υψόμετρα, στα Ανατολικά της πεδιάδας
και καλύπτει το 37,45 % της επιφάνειας της περιοχής έρευνας. Τα εδάφη είναι τύπου
Άλφισολ και Έντισολ - Φλούβεντς, πολύ καλά αποστραγγιζόμενα.
Η ημιορεινή ζώνη, με τα μέτρια υψόμετρα (200–500) m και τις ήπιες κλίσεις,
καταλαμβάνει το κεντρικό τμήμα της Λεκάνης. Ενώ η ορεινή ζώνη περιλαµβάνει τα
μεγαλύτερα υψόμετρα (500–1725) m με τις απότομες κλίσεις από τα Ανατολικά προς
τα Δυτικά περικλείοντας τους πρόποδες της Όθρυος στα νότια και νοτιοδυτικά.
Σύμφωνα με υπολογισμούς οι ετήσιες πραγματικές ανάγκες σε νερό ανέρχονται
σε 22,03 X 10
6
m
3
.
Στο τρίτο μέρος πραγματεύεται τη διερεύνηση γεωμορφολογικών μεταβολών
οφειλόμενες σε φυσικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες, που είναι και το κύριο
αντικείμενο της παρούσας διατριβής. Η μελέτη των γενεσιουργών μηχανισμών
εξέλιξης αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος στη μελέτη των
περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η αξιοπιστία και τεκμηρίωση στις διαχρονικές
μεταβολές στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, υπονοεί ταυτόχρονα και τις
σχέσεις τους με την αειφορία. Η μεθοδολογία που ακολουθείται στην ενότητα αυτή,
περιλαμβάνει σε πρώτο στάδιο την καταγραφή του φυσικού περιβάλλοντος, των
χρήσεων και της κάλυψης γης και της ανθρωπογεωγραφίας της περιοχής έρευνας. Η
επεξεργασία των δεδομένων που προέκυψαν συγκρίθηκαν μεταξύ τους και με τα
δεδομένα που παρήχθησαν στο δεύτερο μέρος έγινε η ανίχνευση των φυσικών και
ανθρωπογενών κινδύνων αλλοίωσης και μεταβολών στο περιβάλλον.
Για το σκοπό αυτό αξιοποιήθηκαν χάρτες, αεροφωτογραφίες 1997 και 2007 με τη
μεταξύ τους σύγκριση αποτυπώθηκαν όλες οι μεταβολές και αλλοιώσεις που
συνέβησαν στο χρονικό αυτό διάστημα. Οι μεταβολές που καταγράφηκαν είναι
αξιόλογες και αφορούν την: α) αστική επέκταση των μεγαλύτερων κυρίως οικισμών,
β) την ανάπτυξη παράκτιων οικισμών και την αυθαίρετη δόμηση, γ) καταστροφή της
φυσικής βλάστησης στα πεδινά, υπέρ των γεωργικών γαιών, δ) επέκταση γυμνών από
βλάστηση και ακαλλιέργητων εκτάσεων εις βάρος των φυσικών βιοτόπων, ε)
αποψίλωση δασών από πυρκαγιές, εκχερσώσεις, λαθροϋλοτομία και βόσκηση, στ) η
διάβρωση του εδάφους αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες αιτίες μεταβολής του
φυσικού περιβάλλοντος.
Η μεθοδολογία όπως αναπτύχθηκε στην παρούσα διατριβή ευελπιστώ να
αποτελέσει το έναυσμα μιας νέας προσέγγισης και αντίληψης με γνώμονα την
αειφορική ανάπτυξη, σε ζητήματα που αφορούν τη χρήση και κάλυψη γης και τη
διαχείριση των φυσικών οικοσυστημάτων που επηρεάζονται από τη φυσική και
ανθρωπογενή επίδραση
The actual changes that occur in the use-land cover are becoming stronger and
more frequent. Therefore, the monitoring becomes difficult. The weakness regularly
update their databases with their respective thematic maps do not adequately cover the
needs of users in the study of developments in the use-land cover. Taking pictures and
photos from aerial (satellite-aircraft) and applications of remote sensing with
geographic information systems are a good tool to the demands of researchers for the
longitudinal study of environmental changes or changes.
The lowlands and coastal areas, due to mild geomorphological features and easy
transportation access, have always been strong attraction of human activities. The
immediate consequence is that pressure from both natural disasters and by
anthropogenic activities (urbanization, tourism, transport).
This thesis is divided into four sections. The first part describes the location of the
study area, which occupies the eastern side of Central Greece. Geologically the area
consists mainly of limestone (35.5%), alluvial deposits (34.3%), flysch (16%),
ophiolites (8.4%) and metamorphic rocks and schistokeratolithiki physique. Age
formations identified mainly Anokritidiko and Quaternary. The climate is arid with an
average annual rainfall of 498.8 mm. The relative humidity is 65.8% and sunshine
exceeds 2/3 of the year 150 hours per month.
The second part analyzes the basins with the hydrographical network. The study
area is part of the basin Almyrou. plain Almyrou crossed six streams with periodic
flow arising bay Almyrou, part of the closed Pagassitikos bay on the eastern side of
Central Greece. The study area is part of the basin Almyrou with an area 667,6 km2,
over 905,4 km2 occupied altogether. The length of the survey area is approximately
28,4 km and the width of 23,51 km. The absence interceptor sewer water suggests
arid climate of the region, periodic flow of streams and peculiar terrain. Due to this
peculiarity the catchment streams are elongated shape, while downstream and near the
basin because of the narrowness and small gradients formed shoal. Instead upstream
altitudes are larger and the slopes are very strong soil. The orientation of the slopes
are mainly north as eastern with intermediate orientations. Climb the area is divided
into the following zones:
Lowlands – semi lowlands section: (0 -200) m altitude in the east of the valley and
covers 37.45% of the surface area of research. The soil type is Alfisol and Entisol -
Flouvents, very well drained.
The hilly area, with moderate elevations (200-500) m and gentle slopes, occupies
the central part of the basin. While the mountainous zone includes the higher altitudes
(500-1725) m with steep slopes from East to West enclosing the foot Othrios to the
south and southwest.
iii
According to estimates annual actual water requirements amount to 22,03 X 106
m
3
.
The third part deals with the investigation of geomorphological changes due to
natural and anthropogenic factors, which is the main subject of this thesis. The study
of operative mechanisms evolution is the flip side of the same coin in the study of
environmental impacts. The reliability and documentation on changes over time in the
natural and human environment implies simultaneously and their relationship to
sustainability. The methodology followed in this section includes a first stage to
record the natural environment, uses and land cover and human geography of the
study area. The data obtained were compared with data obtained in the second part
was the detection of natural and man-made hazards alteration and changes in the
environment.
For this purpose utilized maps, aerial 1997 and 2007 comparisons between them
reflected all changes and alterations that occurred during this time. The changes
recorded are remarkable and concerning: a) urban expansion mainly of larger
settlements, b) development of coastal settlements and illegal construction, c)
destruction of natural vegetation in the lowlands, in favor of agricultural land, d)
expansion devoid of vegetation and uncultivated land at the expense of natural
habitats, e) deforestation fires, land clearing, illegal logging and grazing, f) erosion is
one of the major causes of change in the natural environment.
The methodology as developed in this thesis I hope to be the start of a new
approach and concept-driven sustainable development, in matters concerning the use
and land cover and the management of natural ecosystems that are affected by natural
and anthropogenic influence