Globally, the prevalence of low serum vitamin D is high. It is estimated that 1 billion people have low concentrations of serum vitamin D. Even in countries in the Mediterranean, like Greece, where sunlight exposure is increased, high prevalence of low serum vitamin D is observed. In addition, globally, low intake of vitamin D from food is observed as well as from nutritional supplements. Vitamin D deficiency can impact on skeletal health in all age groups, like for example with rickets in children as well as to increase the probability of osteomalacia, osteopenia and osteoporosis in adults. Furthermore, the last decade several studies have associated vitamin D deficiency with other conditions, and their relationship is under investigation. Some examples are the probable relationship of vitamin D with chronic conditions such as obesity, diabetes mellites, autoimmune disease, cardiovascular diseases and cancer. It is also associated with increased mortality from all causes. Objectives: Data from a representative sample of the population in Greece ≥18 years old from the Hellenic National Nutrition and Health Examination Survey were used for this doctoral thesis. Main objective of this thesis was the estimation of low serum vitamin D prevalence in Greek adults as well as its association with probable factors that can influence its levels. Secondary objective was the estimation of vitamin D intake from food as well as the comparison of these levels with the Estimated Average Requirement as well as the Recommended Dietary Intake. An additional objective was to estimate how a theoretical example of food fortification could help increase vitamin D food intake as well as how much of an improvement this could offer when intake levels were compared with the guidelines. Methods: A representative sample of 3773 adults, aged 18 years old and over, from most Greece’s counties was used for this study. Selection of volunteers was randomized, in collaboration with the Hellenic Statistical Authority. In the Hellenic National Nutrition and Health Survey a plethora of questionnaires were applied, and most were completed with the help of field workers. The measurements/ clinical examinations were performed by specialized and trained personnel according to the study protocol. For this specific doctoral thesis and analysis data were used from: (1) Blood results (serum vitamin D, parathyroid hormone, calcium, etc.), (2) Sunlight exposure questionnaire, (3) Two 24-hour recalls per volunteer based on the Automated Multiple-Pass Method and with the use of Computer Assisted Personal Interview, (4) Drug and nutritional supplement questionnaire and (5) Anthropometric measurements. For the analysis of the 24-hour recall data methodology from the international knowledge base was used in order to estimate misreporters as well as the estimation of the usual intake. Results: Median serum 25(OH)D was 16.72 ng/ml for the total sample, 16.67 ng/ml for males and 16.74 ng/ml for females with no significant differences between the two genders (P=0.923). The odds of having 25(OH)D <20 ng/ml significantly decreased with being very active (OR 0.55, 95% CI 0.35, 0.98), increasing length of sun exposure 1-3 hours/day (OR 0.59, 95% CI 0.44, 0.80), >3 hours/day (OR 0.36, 95% CI 0.24, 0.55)], and skin color light to medium skin (OR 0.47, 95% CI 0.24, 0.91), fairly dark skin colour (OR 0.34, 95% CI 0.17, 0.67) and dark or very dark skin colour (OR 0.34, 95% CI 0.15, 0.75)], compared to respective baseline levels. The odds significantly increased with obesity (OR 1.95, 95% CI 1.24, 3.08), and spring season of blood sample collection (OR 1.75, 95% CI 1.22, 2.50). Median vitamin D intake from food was 1.23 mcg/day (0.60, 2.44), with 9.1% consuming supplements. Median vitamin D intake from food ranged from 1.16-1.72 mcg/day and 1.01-1.26 in different age group in males and females, respectively. Major food sources of vitamin D were fish (46%), meat (15%) and cereals (12%), however, over 90% of the population in all age groups did not meet the Estimated Average Requirement, even when supplemental use was accounted for. Vitamin D overall intake is below the average requirements. Conclusion: Vitamin D deficiency is highly prevalent in Greek adults. Relevant public health policies are highly recommended, which could include vitamin D fortification. and suggestion for increased but safe sun exposure. Public health policies to increase the consumption of foods high in vitamin D and/or food fortification may significantly reduce the percentage of individuals that do not meet the recommendations.
Παγκοσμίως ο επιπολασμός της έλλειψης βιταμίνης D στον ορό είναι ιδιαίτερα αυξημένος. Υπολογίζεται πως 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι έχουν χαμηλή συγκέντρωση βιταμίνης D στον ορό. Ακόμα και σε χώρες της Μεσογείου, όπως η Ελλάδα, όπου η ηλιοφάνεια είναι αυξημένη, παρατηρείται αυξημένος επιπολασμός και χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στον ορό. Ακόμη, σε παγκόσμιο επίπεδο, παρατηρείται χαμηλή πρόσληψη βιταμίνης D από την τροφή καθώς και από συμπληρώματα διατροφής. Η έλλειψη βιταμίνης D μπορεί να επιδράσει σημαντικά στη σκελετική υγεία σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, όπως για παράδειγμα με ραχιτισμό στους ανήλικους καθώς επίσης και να αυξήσει την πιθανότητα για οστεομαλακία, οστεοπενία και οστεοπόρωση στους ενήλικες. Επιπρόσθετα, την τελευταία δεκαετία αρκετές μελέτες έχουν συσχετίσει την έλλειψη βιταμίνης D και με άλλες παθήσεις, και η σχέση τους ερευνάται. Παραδείγματα αποτελούν η πιθανή σχέση μεταξύ της βιταμίνης D και χρόνιων ασθενειών όπως η παχυσαρκία, ο σακχαρώδης διαβήτης, τα αυτοάνοσα νοσήματα, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ο καρκίνος. Ακόμη, σχετίζεται με αυξημένη θνησιμότητα ανεξαρτήτου αιτίας. Στόχοι: Δεδομένα από αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού της Ελλάδας, άνω των 18 ετών, από την Πανελλαδική Μελέτη Διατροφής και Υγείας χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή τη διδακτορική διατριβή. Κύριος στόχος της διατριβής ήταν η καταγραφή του επιπολασμού έλλειψης βιταμίνης D στον ορό στον ενήλικο πληθυσμό της Ελλάδας καθώς επίσης και η συσχέτιση του με τους πιθανούς παράγοντες που επηρεάζουν τα επίπεδα της. Δευτερεύων στόχος ήταν η καταγραφή της πρόσληψης βιταμίνης D από την τροφή και η σύγκριση αυτών των επιπέδων με το Estimated Average Requirement καθώς και το Recommended Dietary Intake. Τέλος, διερευνήθηκε πώς ένα θεωρητικό παράδειγμα εμπλουτισμού τροφίμου με βιταμίνη D θα βοηθούσε στην αύξηση διατροφικής πρόσληψης βιταμίνης D καθώς και πως θα βελτιωνόταν η πρόσληψη βιταμίνης D από την τροφή σε σύγκριση με τις συστάσεις. Μεθοδολογία: Αντιπροσωπευτικό δείγμα 3773 ενηλίκων ηλικίας ≥18 ετών από την πλειοψηφία των νομών της χώρας χρησιμοποιήθηκε για αυτή τη μελέτη. Η επιλογή των εθελοντών έγινε τυχαιοποιημένα, σε συνεργασία με την Ελληνική Στατιστική Αρχή μετά από στρωματοποιημένη δειγματοληψία. Η Πανελλαδική Μελέτη Διατροφής και Υγείας εφάρμοσε πληθώρα ερωτηματολογίων στους εθελοντές, τα περισσότερα από τα οποία συμπληρώνονταν με τη βοήθεια ερευνητή. Οι μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν έγιναν από εξειδικευμένο και εκπαιδευμένο με βάση το πρωτόκολλο της μελέτης επιστημονικό προσωπικό. Για τη συγκεκριμένη διδακτορική διατριβή και ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από: (1) Εξετάσεις αίματος (βιταμίνη D, παραθυρεοειδής ορμόνη, ασβέστιο, κτλ.), (2) ερωτηματολόγιο έκθεσης στον ήλιο, (3) Δυο ανακλήσεις 24ώρου ανά εθελοντή με βάση την Automated Multiple-Pass Method και με τη χρήση Computer Assisted Personal Interview, (4) Ερωτηματολόγιο λήψης φαρμάκων και συμπληρωμάτων διατροφής και (5) Ανθρωπομετρικές μετρήσεις. Για την ανάλυση των δεδομένων από τις ανακλήσεις 24ώρου χρησιμοποιήθηκε η διεθνώς αποδεκτή μεθοδολογία για την εκτίμηση των εθελοντών που υπό- ή υπέρ-αναφέρουν τη διατροφική τους πρόσληψη (misreporters) καθώς επίσης και μεθοδολογία για τον υπολογισμό της συνήθους πρόσληψης των εθελοντών (Usual intake estimation). Αποτελέσματα: Η διάμεσος πρόσληψη βιταμίνης D στον ορό ήταν 16.72 ng/ml για το σύνολο του δείγματος, 16.67 ng/ml για του άνδρες και 16.74 ng/ml για τις γυναίκες, χωρίς να παρατηρούνται στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δυο φύλων (P=0.923). Οι πιθανότητες να έχουν συγκέντρωση 25(ΟΗ)D στον ορό μικρότερη των 20 ng/ml μειωνόταν σημαντικά σε εκείνους που ήταν πολύ δραστήριοι (OR 0.55, 95% CI 0.35, 0.98), που είχαν αυξανόμενη έκθεση στον ήλιο 1-3 ώρες / CI 0.44, 0.80), >3 ώρες / ημέρα (OR 0.36, 95% CI 0.24, 0.55) και χρώμα δέρματος ανοιχτόχρωμο ή μέτρια ανοιχτόχρωμο (OR 0.47, 95% CI 0.24, 0.91), ελαφρώς σκουρόχρωμο (0.34, 95% CI 0.17, 0.67) και σκουρόχρωμο ή πολύ σκούρο χρώμα δέρματος (OR 0.34, 95% CI 0.15, 0.75), σε σύγκριση με τα αντίστοιχα επίπεδα σύγκρισης. Οι πιθανότητες αυξήθηκαν σημαντικά με την παχυσαρκία (OR 1.95, 95% CI 1.24, 3.08) και την άνοιξη ως περίοδο συλλογής δείγματος στο αίμα (OR 1.75, 95% CI 1.22, 2.50). Οι παραπάνω μετρήσεις στον ορό πραγματοποιήθηκαν σε υποδείγμα 1084 ατόμων του ενήλικου πληθυσμού της μελέτης όπου πραγματοποιήθηκαν και οι εξετάσεις αίματος. Η διάμεσος πρόσληψη βιταμίνης D από τα τρόφιμα κυμάνθηκε από 1.16-1.72 mcg/ημέρα και 1.01-1.26 ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα και το φύλο. Σημαντικές πηγές της βιταμίνης D από την τροφή ήταν τα ψάρια (46%), το κρέας (15%) και τα δημητριακά (12%). Ωστόσο, το 90% του πληθυσμού σε όλες τις ηλικιακές ομάδες δεν πληρούσε το Estimated Average requirement για τη βιταμίνη D. Ο εμπλουτισμός τροφίμου/ τροφίμων με βιταμίνη D αποτελεί μια πολιτική υγείας που, αν εφαρμοστεί, θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά το ποσοστό εκείνων που προσλαμβάνουν βιταμίνη D από την τροφή λιγότερη από το Estimated Average Requirement και κατά συνέπεια να βελτιώσει και τον επιπολασμό επιπέδων βιταμίνης D <20 ng/ml στον ορό. Συμπεράσματα: Η ανεπάρκεια της βιταμίνης D είναι ιδιαίτερα αυξημένη στον ενήλικο πληθυσμό της Ελλάδας. Σχετικές πολιτικές δημόσιας υγείας συνιστώνται ιδιαίτερα, οι οποίες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την ενίσχυση της βιταμίνης D καθώς και πρόταση για αυξημένη, αλλά ασφαλή έκθεση στον ήλιο. Οι πολιτικές δημόσιας υγείας για την αύξηση της κατανάλωσης τροφίμων με υψηλή περιεκτικότητα σε βιταμίνη D ή/ και τον εμπλουτισμό των τροφίμων μπορούν να μειώσουν σημαντικά το ποσοστό των ατόμων που δεν πληρούν τις συστάσεις καθώς και εκείνων που έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στον ορό.