dc.contributor.advisor |
Kampas, Athanasios |
en |
dc.contributor.advisor |
Καμπάς, Αθανάσιος |
el |
dc.contributor.author |
Diakoulakis, Georgios |
en |
dc.contributor.author |
Διακουλάκης, Γεώργιος |
el |
dc.date.issued |
2022-02-14 |
|
dc.identifier.uri |
http://hdl.handle.net/10329/7517 |
|
dc.description |
- |
el |
dc.description.abstract |
It is commonly accepted among scholars and policymakers that one of the major factors that cause environmental degradation is anthropocentric activity, both in terms of production and consumption. To get a better understanding of human – environment links, advancements from the environmental psychology emphasize the significance of socio-psychological variables on the adoption of various pro-environmental behaviors. However, the majority of current literature on the impact of socio-psychological factors on such behaviors focuses on individuals’ (and/or group) choices, whereas producers’ pro-environmental choices are usually examined from a profit-maximizing point of view.
Thus, the purpose of this doctoral dissertation is to further contribute to the study of producers’ pro-environmental behavior by incorporating elements from the socio-psychological domain. Specifically, by assuming that producers -like any other individual- may exhibit socio-psychological characteristics, and by using the Goal-Framing Theory as a framework, this doctoral dissertation develops two theoretical models that explore producers’ responses to external interventions that take the form of economic incentives. Particularly, the first theoretical model explores farmers’ choices on organic input use, when vertical integration (i.e., farmers can produce organic fertilizer by themselves) is an option as well. In this model, two payment vehicles are examined, namely price premiums paid by consumers, and a land subsidy offered by the social planner. The second theoretical model studies firms’ abatement choices, under the assumptions (a) the market is competitive, (b) firms may exhibit altruistic considerations and a propensity to act accordingly, (c) a social planner imposes an emission tax.
The most important findings highlighted by these two theoretical models can be summarized as follows. The first model stresses that farmers may respond differently to price premiums compared to land subsidies. Specifically, the analysis presented here indicates that land subsidies trigger a trade-off between input use and vertical integration. On the contrary, such a situation does not necessarily emerge under price premiums. Thus, the policy implication is that when the social planner wants to increase both organic input use and vertical integration, then no intervention is necessary. The market through its price system can achieve the desirable outcome. Secondly, the second theoretical model points that emission taxes do not necessarily induce abatement. Given that firms may exhibit both altruistic values and a propensity to behave altruistically, the impact of an emission tax on firms’ abatement choices depends on the “sensitivity” of firms’ propensity to act altruistically as an emission tax is imposed. The policy implication is twofold. First, optimal emission taxes may be lower than the traditional Pigouvian one. Second, it might be of policy maker’s interest to implement a differentiated emission tax scheme instead of a uniform one, as firms are heterogenous both on their altruistic concerns and -most importantly- on the formation of their propensity for altruistic actions.
Finally, the present doctoral dissertation concludes by also stressing the policy relevance of the empirical support of the theoretical results obtained by the two theoretical models. This will lead policymakers to a better integration of producers’ socio-psychological characteristics into the design of financial (and non-financial) policy measures towards environmental targets, eliminating the likelihood of such policy measures to backfire. |
en |
dc.description.abstract |
Στην εποχή μας, είναι γενικά αποδεκτό ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα, μέσω της παραγωγής και της κατανάλωσης αγαθών και υπηρεσιών, έχει σημαντικές επιπτώσεις στις αλλαγές του κλίματος και στη βιωσιμότητα του φυσικού κεφαλαίου. Στα πλαίσια της βαθύτερης κατανόησης της σχέσης μεταξύ της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της προστασίας του περιβάλλοντος, τα επιτεύγματα από τον κλάδο της περιβαλλοντικής ψυχολογίας μας επισημαίνουν τη σημασία των κοινωνικών και ψυχολογικών παραγόντων ως προς την υιοθέτηση φιλικών προς το περιβάλλον συμπεριφορών. Εντούτοις, η πλειονότητα των ερευνών αυτών εστιάζει στις προθέσεις και στη συμπεριφορά των ατόμων, τόσο σε ατομικό όσο σε συλλογικό επίπεδο. Αντίθετα, η βιβλιογραφία ως προς τη σχέση μεταξύ κοινωνικό-ψυχολογικών μεταβλητών και τον τρόπο παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών είναι περιορισμένη.
Η παρούσα διδακτορική διατριβή έχει σκοπό να ενισχύσει την υπάρχουσα βιβλιογραφία ως προς τον τρόπο λήψης αποφάσεων των παραγωγών. Συγκεκριμένα, υιοθετώντας την παραδοχή ότι οι παραγωγοί, ως άτομα, διαθέτουν ένα σύνολο κοινωνικών και ψυχολογικών χαρακτηριστικών και επιπλέον, βασιζόμενοι στη Θεωρία της Πλαισίωσης Στόχων (Goal-Framing Theory), η παρούσα διδακτορική διατριβή αναπτύσσει δυο θεωρητικά μοντέλα τα οποία εξετάζουν τις αποφάσεις των παραγωγών, υπό την ύπαρξη (εξωτερικών) οικονομικών κινήτρων. Πιο αναλυτικά, στο πρώτο θεωρητικό μοντέλο παρουσιάζονται οι αποφάσεις των παραγωγών - γεωργών ως προς την ποσότητα βιολογικού λιπάσματος για τη παραγωγή βιολογικών προϊόντων, υπό την υπόθεση ότι οι παραγωγοί έχουν τη δυνατότητα να παράγουν οι ίδιοι το βιολογικό λίπασμα. Στο μοντέλο αυτό θεωρούμε ότι τα οικονομικά κίνητρα έχουν τη μορφή μιας ανά εκτάριο επιδότησης που προσφέρεται από ένα σχεδιαστή περιβαλλοντικής πολιτικής, και μια υψηλότερης τιμής (price premium) που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν οι καταναλωτές για την αγορά βιολογικών προϊόντων. Στο δεύτερο θεωρητικό μοντέλο εξερευνάται η συμπεριφορά των επιχειρήσεων, που δραστηριοποιούνται σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού, ως προς το επίπεδο υιοθέτησης τεχνολογίας για τη μείωσης της ρύπανσης. Στο μοντέλο αυτό, το οικονομικό κίνητρο έχει τη μορφή ενός φόρου επί των εκπομπών ρύπων, ο οποίος επιβάλλεται από ένα σχεδιαστή περιβαλλοντικής πολιτικής.
Τα σημαντικότερα αποτελέσματα που προκύπτουν από την ανάπτυξη των δυο αυτών μοντέλων είναι περιληπτικά τα ακόλουθα. Αρχικά, οι επιπτώσεις μιας υψηλότερης τιμής στην αγορά βιολογικών προϊόντων στις αποφάσεις ενός παραγωγού – γεωργού ως προς την χρήση βιολογικού λιπάσματος και ως προς τον βαθμό παραγωγής του λιπάσματος αυτού από τον ίδιο διαφοροποιούνται από τις επιπτώσεις που έχει μιας ανά εκτάριο επιδότησης στις εν λόγο αποφάσεις. Συγκεκριμένα, μια ανά εκτάριο επιδότηση θα δημιουργεί πάντα μια σχέση ανταλλαγής μεταξύ της ποσότητας χρήσης βιολογικού λιπάσματος και του βαθμού παραγωγής του λιπάσματος αυτού από τον ίδιο τον παραγωγό - γεωργό. Αντίθετα, κάτι τέτοιο μπορεί να μη συμβαίνει στην περίπτωση που οι καταναλωτές είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν μια υψηλότερη τιμή για την αγορά βιολογικών προϊόντων. Συνεπώς, στη περίπτωση που ένας σχεδιαστής περιβαλλοντικής πολιτικής ενδιαφέρεται να αυξήσει τόσο τη παραγωγή βιολογικών προϊόντων όσο και το βαθμό παραγωγής του βιολογικού λιπάσματος από τον ίδιο τον παραγωγό – γεωργό, έχει συμφέρον να μη παρέμβει μέσω της προσφοράς μια ανά εκτάριο επιδότησης και αντ’ αυτού, να αφήσει την αγορά μέσω του μηχανισμού των τιμών να «κάνει τη δουλειά της». Επιπλέον, η ύπαρξη φόρου επί των εκπομπών ρύπων δε οδηγεί απαραίτητα τις επιχειρήσεις στην εφαρμογή τεχνολογίας μείωσης ρύπων. Υπό την υπόθεση ότι μια επιχείρηση χαρακτηρίζεται από αλτρουισμό, οι επιπτώσεις ενός περιβαλλοντικού φόρου στο επίπεδο μείωσης της ρύπανσης εξαρτάται από το πόσο ο φόρος αυτός επηρεάζει μια επιχείρηση στο να συμπεριφερθεί αλτρουιστικά. Συνέπεια του αποτελέσματος αυτού είναι ότι ένας φόρος που στοχεύει στο κοινωνικά άριστο επίπεδο μείωσης της ρύπανσης να διαφοροποιείται από τον παραδοσιακό φόρο Πιγκού. Τέλος, δεδομένης της ετερογένειας των επιχειρήσεων ως προς τον βαθμό αλτρουισμού, το μοντέλο που αναπτύσσεται στη παρούσα διδακτορική διατριβή τονίζει τη σημασία που έχει η εφαρμογή διαφοροποιημένων περιβαλλοντικών φόρων έναντι ενός ενιαίου φόρου επί των εκπομπών ρύπων.
Κλείνοντας, η παρούσα διδακτορική διατριβή τονίζει τη σημασία που έχει η εμπειρική επαλήθευση των θεωρητικών πορισμάτων που προκύπτουν από τα δυο αυτά θεωρητικά μοντέλα, προκειμένου οι υπεύθυνοι σχεδίασης περιβαλλοντικής πολιτικής να οδηγηθούν στη σχεδίαση οικονομικών και μη εργαλείων που θα είναι σε συνέπεια με έναν ρεαλιστικό και όχι κανονιστικό τρόπο που οι παραγωγοί λαμβάνουν τις αποφάσεις τους. |
el |
dc.language.iso |
en |
el |
dc.subject |
Producers’ behavior |
en |
dc.subject |
Intrinsic motivation |
en |
dc.subject |
Economic incentives |
en |
dc.subject |
Goal-framing theory |
en |
dc.subject |
Pro-environmental behavior |
en |
dc.subject |
Συμπεριφορά παραγωγού |
el |
dc.subject |
Ενδογενή κίνητρα |
el |
dc.subject |
Οικονομικά κίνητρα |
el |
dc.subject |
Θεωρία πλαισίωσης στόχων |
el |
dc.subject |
Φιλο-περιβαλλοντική συμπεριφορά |
el |
dc.subject |
Extrinsic motivation |
en |
dc.subject |
Εξωγενή κίνητρα |
el |
dc.title |
Understanding producers' choices: integrate social psychology and economic rationality into environmentally friendly options |
en |
dc.title.alternative |
Κατανοώντας τις επιλογές των παραγωγών: ενσωμάτωση της κοινωνικής ψυχολογίας και του οικονομικού ορθολογισμού στις φιλικές προς το περιβάλλον επιλογές |
el |
dc.type |
Διδακτορική εργασία |
el |
dc.contributor.department |
ΓΠΑ Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης |
el |