Labelling information of prepacked foods as it has been formed, during the last decades, in both Europe and the globe, provides an important and trusted tool for monitoring and assessing the food industry and food market, always with regard to each time’s contextual food legislation in force. Nutrition labelling, in particular, as an integral part of the general European mandatory labelling provisions currently in force, comprises of both mandatory and voluntary indications. Specifically it comprises of the mandatory nutrition declaration table and of various voluntary front -of -pack labelling schemes (FoPs) and/or other health related information. Nutrition labelling constitutes an additional valuable instrument, which further from delivering information to consumers, can be used for monitoring and assessing the basic nutrients’ content and nutritional composition of prepacked foods as well as for the evaluation of their nutritional profile with the utilization of various nutritional profile models or systems (NPMs or NPS). In the context of the above, nutrition labelling stays in the core of the present thesis. In detail two monitoring and dietary assessment studies were conducted in the first place, regarding the main Greek “quality label” cheeses: protected designation of origin (PDO) cheeses feta and gravieras, using food consumption data from the Greek population. Nutrient profiling of all products took place for all products in both two first studies, using various NPMs. An extension of monitoring through the labels of all Greek “quality cheeses”, assessment of the nutritional characteristics and evaluation of compliance to European legislation was conducted in the third study. At the same time, all sampled data were structured to create an archival database, initializing the development of a Branded Food Composition Database (BFCD). In particular:
In the first study (Katsouri et al., 2020), Feta (PDO) cheese, a cheese with the highest consumption in Greece and one of the most important Mediterranean food products was used to assess the nutritional characteristics of products available in the market, as well as their contribution to the greek diet. In the study, the basic nutritional content of 81 prepacked feta cheese products available in the Greek market were recorded through their labels. Feta’s products’ nutrients’ content were combined with consumption data from the Hellenic National Nutrition Health Survey (n = 93)to provide an overall picture of feta cheese’s contribution to the Greek diet. The nutrient contents per 100 g ranged as follows. Energy: 221–343 kcal, total fat: 20–29 g, saturated fat: 12.8–20.3 g, carbohydrates: 0–3.1 g, sugars: 0–3 g, proteins: 13.1– 21.0 g and salt: 1.2–5.1 g. The median feta daily individual consumption was found to be 39 g, ranging from 20 g to 100 g (fifth and 95th percentiles, respectively). According to the nutritional intake analysis, the daily individual intake as a percentage of the European Reference Intake (RI) showed that saturated fat and salt were ranked on the top of the list, with intakes reaching 101.5% and 85% respectively. The products were also evaluated against five nutrient profile models and their potential use under statutory requirements and nutrition policy recommendations were discussed.
In the second study (Katsouri et al., 2021), Gravieras- ‘gruyere’ type hard cheeses with a variety of different products and the second highest consumption in Greece, were used. In this study, a dietary intake assessment of prepacked graviera products sold in the Greek market and their nutritional characterization using Nutri-Score Front of Pack Label (FoP), was conducted. The nutrient contents of 92 pre-packed graviera products were combined with daily individual consumption data extracted again from the Hellenic National Nutrition Health Survey (n = 93), attempting to evaluate the contribution of graviera’s consumption to the Greek diet. The analysis of nutrients’ intake as a European Reference Intake (RI) percentage ranked saturated fat first on the nutrients’ intake list, with RI percentage ranging from 36.1 to 109.2% for the 95th percentile of consumption. The respective % RI for energy, total fat, carbohydrates, sugars, proteins and salt ranged from 12.7–20.7%, 21.6–50.4%, 0–3.1%, 0–6.1%, 37–57.1% and 6.3–42%. Nutri-Score classified 1% of the products to C—light orange class, 62% to D—orange and 37% to E—dark orange, while no products were classified to A—dark green or B—green classes. The nutrients’ intake assessment, also separately conducted within the classes of the Nutri-Score classification, showed a higher salt intake after the consumption of products classified as D—orange and E—dark orange.
In the third study (Katsouri et al., 2022), a labelling assessment study of greek prepacked “quality label” cheeses was conducted with a view to provide an overview of the whole category. In total, 158 prepacked products belonging to 19 of the 23 greek “quality label” cheeses were identified in the greek market. Among them, Feta had the highest share followed by Kasseri, Graviera Kritis, Kefalograviera and Ladotyri Mitilinis with 81, 16, 15, 11 and 9 products found in the market, respectively. For the rest of the 14 cheeses, the share was limited, ranging from 1 to 4. All labelling indications, nutritional information, claims and other labelling data were recorded and analyzed in relation to their compliance against European food law requirements. The results of the analysis showed that for only 6 of the 19 cheeses, all products fully complied with EU labelling legislation. Among the 14 mandatory labelling requirements, the lowest overall compliance was observed for allergens declaration requirement (65%). The analysis of the nutritional data showed a remarkable variability between cheeses and products. Differences in the nutritional characteristics were more pronounced among soft, semi-hard, hard and whey cheese. The above data were entered into an archival database. Application of global harmonization and standardization guidelines and tools lead to the initialization of a branded food composition database (BFCD), conceptualizing a specialized database for “quality label” foods.
The present thesis, introduced for the first time in Greece, the study of current labelling applications and tools, implemented in marketed greek prepacked products of “quality label”. Moreover, an overall study of greek “quality cheeses”, in relation to their nutritional profiles as well to the evaluation of compliance to Legislation was conducted for the first time, providing a pilot for the initialization of research monitoring of foods through their labels, in a national level. Numerous uses and perspectives deriving of the above in the field of food nutrition & public health policy are thoroughly discussed. The subject and the results that were generated in the described studies and are presented in the present thesis are expected to be useful in advancing the current national policies, nutrition and regulatory research and science as well as food control and are definitely suggested for further research.
Η επισήμανση των προσυσκευασμένων τροφίμων όπως έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο στην Ευρώπη όσο και στον κόσμο, παρέχει ένα σημαντικό και αξιόπιστο εργαλείο για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση της βιομηχανίας και της αγοράς τροφίμων, πάντα σε συνάρτηση με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία. Η διατροφική επισήμανση, ειδικότερα, αναπόσπαστο κομμάτι των γενικών υποχρεωτικών διατάξεων για την επισήμανση, πλέον στην Ευρώπη, αποτελείται τόσο από υποχρεωτικές όσο και προαιρετικές ενδείξεις. Ειδικά περιλαμβάνει: τον υποχρεωτικό πίνακα διαθρεπτικής επισήμανσης (ή διατροφική δήλωση) και διάφορα προαιρετικά σχήματα εμπρόσθιας ετικέτας ή/και άλλες συνδεόμενες με την υγεία πληροφορίες. Η διατροφική δήλωση αποτελεί ένα επιπρόσθετο πολύτιμο εργαλείο, το οποίο επιπλέον της παροχής πληροφοριών προς τους καταναλωτές μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση της σύστασης των προσυσκευασμένων τροφίμων και της περιεκτικότητας τους σε θρεπτικά συστατικά, καθώς επίσης και για την εκτίμηση του διατροφικού τους περιγράμματος (προφίλ) μέσω της χρήσης ποικίλων μοντέλων ή συστημάτων διατροφικών Περιγραμμάτων (ΜΔΠ ή ΣΔΠ). Στο πλαίσιο όλων των παραπάνω η διατροφική επισήμανση αποτελεί τον πυρήνα της παρούσας διατριβής. Αναλυτικά, δύο μελέτες παρακολούθησης και διατροφικής αξιολόγησης πραγματοποιήθηκαν κατ’ αρχήν, σχετικές με τα κύρια ελληνικά τυριά με «ετικέτα ποιότητας»: συγκεκριμένα την φέτα και γραβιέρα με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) χρησιμοποιώντας διατροφικά δεδομένα κατανάλωσης του ελληνικού πληθυσμού. Πραγματοποιήθηκε κατηγοριοποίηση της διατροφικής σύστασης -θρεπτικών χαρακτηριστικών όλων των προϊόντων με τη βοήθεια διατροφικών περιγραμμάτων και στις δύο μελέτες και την χρήση διαφόρων μοντέλων διατροφικών περιγραμμάτων (ΜΔΠ). Στην τρίτη μελέτη πραγματοποιήθηκε επέκταση της παρακολούθησης μέσω των ετικετών των προϊόντων σε όλα τα ελληνικά τυριά με «ετικέτα ποιότητας», καθώς και η εκτίμηση της συμμόρφωσής τους ως προς τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας για την επισήμανση τροφίμων. Ταυτόχρονα όλα τα δεδομένα που συλλέχθηκαν, δομήθηκαν σε μια βάση δεδομένων με σκοπό να δημιουργηθεί βαθμιαία μια Βάση Δεδομένων Σύνθεσης επώνυμων προσυσκευασμένων τροφίμων. Συγκεκριμένα:
Στην πρώτη μελέτη (Katsouri et al., 2020)το τυρί φέτα ΠΟΠ, το τυρί με την μεγαλύτερη κατανάλωση στην Ελλάδα και ένα από τα πιο σημαντικά μεσογειακά τρόφιμα, χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να αξιολογηθούν τα διατροφικά χαρακτηριστικά του, μέσω των διαθέσιμων προϊόντων στην ελληνική αγορά καθώς και η συνεισφορά του στην διατροφή των Ελλήνων. Στην μελέτη, το βασικό διατροφικό περιεχόμενο 81 προσυσκευασμένων προϊόντων φέτας ΠΟΠ, διαθέσιμων στην ελληνική αγορά, καταγράφηκε μέσω της ετικέτας τους. Το διατροφικό περιεχόμενο των προϊόντων φέτας, συνδυάστηκε με δεδομένα κατανάλωσης από την Ελληνική Μελέτη Υγείας (ν=93), ώστε να συγκροτηθεί μια συνολική εικόνα της διατροφικής συνεισφοράς της φέτας στην ελληνική διατροφή. Το διατροφικό περιεχόμενο ανά θρεπτικό συστατικό και ανά 100g κυμάνθηκε ως ακολούθως:. Ενέργεια: 221–343 kcal, λιπαρά: 20–29 g, κορεσμένα λιπαρά: 12.8–20.3 g, υδατάνθρακες: 0–3.1 g, σάκχαρα: 0–3 g, πρωτεΐνες: 13.1– 21.0 g and αλάτι: 1.2–5.1 g. Η διάμεση τιμή της ατομικής ημερήσιας κατανάλωσης φέτας βρέθηκε να είναι 39 g, με διακύμανση από 20 g έως 100 g (πέμπτο και ενενηκοστό πέμπτο εκατοστημόριο αντίστοιχα). Με βάση την ανάλυση διατροφικής πρόσληψης, η ημερήσια ατομική πρόσληψη που υπολογίστηκε επί τοις εκατό της Ευρωπαϊκής πρόσληψης αναφοράς ανά θρεπτικό συστατικό, έδειξε ότι τα κορεσμένα λιπαρά και το αλάτι κατατάχθηκαν στην κορυφή, με ποσοστά που αγγίζουν τα 101.5% και 85% αντίστοιχα. Τα προϊόντα αξιολογήθηκαν επίσης με χρήση πέντε διαφορετικών μοντέλων διατροφικών περιγραμμάτων και η χρήση αυτών κατόπιν πιθανής θεσμοθέτησης τους ή στα πλαίσια άσκησης διατροφικής πολιτικής συζητήθηκε.
Στην δεύτερη μελέτη (Katsouri et al., 2021), χρησιμοποιήθηκαν οι ελληνικές γραβιέρες, σκληρά τυριά με ποικιλία διαφορετικών προϊόντων και δεύτερα, στο σύνολο τους, σε κατανάλωση στην Ελλάδα. Σε αυτή την μελέτη πραγματοποιήθηκε αξιολόγηση της διαιτητικής πρόσληψης θρεπτικών συστατικών μέσω της γραβιέρας καθώς και διατροφική κατηγοριοποίηση-χαρακτηρισμός των προσυσκευασμένων προϊόντων γραβιέρας που πωλούνται στην ελληνική αγορά, με χρήση του αλγόριθμου εμπρόσθιας ετικέτας Nutri-Score. Το διατροφικό περιεχόμενο από 92 προσυσκευασμένα προϊόντα γραβιέρας συνδυάστηκε με δεδομένα κατανάλωσης από την Ελληνική Μελέτη Υγείας (ν=93), ώστε να συγκροτηθεί μια συνολική εικόνα της διατροφικής συνεισφοράς της γραβιέρας στην ελληνική διατροφή. Η ανάλυση της ημερήσιας ατομικής πρόσληψης που υπολογίστηκε ως επί τοις εκατό της Ευρωπαϊκής πρόσληψης αναφοράς ανά θρεπτικό συστατικό, κατέταξε πρώτα στη λίστα τα κορεσμένα λιπαρά με ποσοστό που κυμάνθηκε από 36.1 έως 109.2% για το 95ο εκατοστημόριο κατανάλωσης γραβιέρας. Τα αντίστοιχα ποσοστά (% της συνιστώμενης πρόσληψης) για την ενέργεια, λιπαρά, υδατάνθρακες, σάκχαρα, πρωτεΐνες και αλάτι κυμάνθηκαν από 12.7–20.7%, 21.6–50.4%, 0–3.1%, 0–6.1%, 37–57.1% και 6.3–42% αντίστοιχα. Το Nutri-Score ταξινόμησε το 1% των προϊόντων γραβιέρας στην κατηγορία C—ανοιχτό πορτοκαλί χρώμα, 62% στην D—πορτοκαλί και 37% στην E—σκούρο πορτοκαλί, ενώ δεν ταξινομήθηκαν καθόλου προϊόντα στις κατηγορίες A—σκούρο πράσινο ή B—ανοιχτό πράσινο. Η σύγκριση των προϊόντων που πραγματοποιήθηκε επιπλέον, με βάση την προηγουμένη κατάταξη και εντός των τάξεων του Nutri-Score, λαμβάνοντας υπόψη και την ανάλυση διαιτητικής πρόσληψης μέσω των προϊόντων που πραγματοποιήθηκε, έδειξε μεγαλύτερη πρόσληψη αλατιού από την κατανάλωση προϊόντων που ταξινομήθηκαν στις κατηγορίες D-πορτοκαλί και E-σκούρο πορτοκαλί του Nutri-Score.
Στην τρίτη μελέτη (Katsouri et al., 2022), πραγματοποιήθηκε μια μελέτη αξιολόγησης της επισήμανσης των ελληνικών τυριών με «ετικέτα ποιότητας», με σκοπό να παραχθεί μια επισκόπηση της συνολικής κατηγόριας. Συνολικά στην ελληνική αγορά, εντοπίστηκαν 158 προσυσκευασμένα προϊόντα τα οποία ανήκαν σε 19 από τα 23 ελληνικά τυριά με «ετικέτα ποιότητας». Ανάμεσά τους το μεγαλύτερο μερίδιο κατείχε η Φέτα, ακολουθούμενη από το Κασέρι, Γραβιέρα Κρήτης, Κεφαλογραβιέρα και Λαδοτύρι Μυτιλήνης με 81, 16, 15, 11 και 9 προϊόντα αντίστοιχα. Για τα υπόλοιπα 14 τυριά το μερίδιο αγοράς ήταν πολύ περιορισμένο και κυμάνθηκε από 1 έως 4 προϊόντα ανά τυρί. Όλες οι ενδείξεις επισήμανσης , η διατροφική επισήμανση, ισχυρισμοί διατροφής και υγείας και άλλα δεδομένα επισήμανσης για όλα τα προϊόντα καταγράφηκαν και αναλύθηκαν ως προς την συμμόρφωση τους στις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας για την επισήμανση τροφίμων. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης έδειξαν ότι σε μόνο 6 από τα 19 τυριά, όλα τα προϊόντα ήταν πλήρως συμμορφωμένα. Μεταξύ των 14 υποχρεωτικών ενδείξεων, η χαμηλότερη συμμόρφωση παρατηρήθηκε στην επισήμανση-δήλωση αλλεργιογόνων (65%) Η ανάλυση των διατροφικών δεδομένων έδειξε σημαντική διακύμανση μεταξύ τυριών και προϊόντων. Διαφορές στα διατροφικά χαρακτηριστικά ήταν πιο έκδηλες μεταξύ μαλακών, ημίσκληρων, σκληρών τυριών και τυριών τυρογάλακτος. Τα παραπάνω δεδομένα εισήχθησαν σε μια Βάση Δεδομένων. Η εφαρμογή διεθνών κατευθυντήριων γραμμών εναρμόνισης και τυποποίησης οδήγησε στην έναρξη μιας Βάσης Δεδομένων Σύνθεσης επώνυμων τροφίμων, με όραμα την δημιουργία μιας εξειδικευμένης βάσης δεδομένων για τα τρόφιμα με «ετικέτα ποιότητας».
Η παρούσα διατριβή εισήγαγε για πρώτη φορά στην Ελλάδα την μελέτη σύγχρονων εφαρμογών και εργαλείων επισήμανσης, προσαρμοσμένων σε ελληνικά προσυσκευασμένα προϊόντα με «ετικέτα ποιότητας», που πωλούνται στην ελληνική αγορά. Επιπλέον πραγματοποιήθηκε μια συνολική επισκόπηση των ελληνικών τυριών με «ετικέτα ποιότητας», αναφορικά με τα διατροφικά τους χαρακτηριστικά, αλλά και με την συμμόρφωση τους στις απαιτήσεις της νομοθεσίας, για πρώτη φορά, παρέχοντας ένα πιλοτικό μοντέλο για την ερευνητική επιτήρηση τροφίμων μέσω της ετικέτας τους, σε εθνικό επίπεδο. Πολυάριθμες προοπτικές και χρήσεις που απορρέουν από τα αποτελέσματα συζητούνται εκτενώς. Το αντικείμενο και τα αποτελέσματα των μελετών που περιγράφονται και αναλύονται στην παρούσα διατριβή, αναμένεται να αποβούν χρήσιμα στην εθνική πολιτική για την διατροφή, στην ρυθμιστική και διατροφική έρευνα, στον έλεγχο τροφίμων και συστήνεται σε αυτά η συνέχιση της έρευνας.