Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση της επίδρασης της συχνότητας των γευμάτων στην ανάπτυξη και φυσιολογία των αναπτυσσόμενων ατόμων τσιπούρας, Sparus aurata, στα οποία χορηγείται περιορισμένη ποσότητα τροφής.
Κατά τη διάρκεια του πειράματος διάρκειας 82 ημερών, εξετάστηκαν τέσσερις συχνότητες ημερήσιων γευμάτων με δυο επαναλήψεις για κάθε επέμβαση. Xρησιμοποιήθηκαν 8 ομοιογενείς ιχθυοπληθυσμοί των 10 ατόμων τσιπούρας αρχικού βάρους 101,1 ± 0,95 g. Η εκτροφή πραγματοποιήθηκε σε γυάλινες δεξαμενές, όγκου 88,5 l η κάθε μία, σε ημίκλειστο κύκλωμα θαλασσινού ύδατος. Η παροχή του θαλασσινού νερού (αλατότητα 35‰) ρυθμίστηκε σε 1,2 l/λεπτό, ώστε να επιτυγχάνεται ανανέωσή του κατά 0,8 φορές την ώρα. Η θερμοκρασία του ύδατος κυμαινόταν από 19,3 έως 24,9ºC, ενώ το δεσμευμένο οξυγόνο διατηρήθηκε πάνω από 6 ppm. Η φωτοπερίοδος ήταν 9 ώρες φωτός και 15 σκότους, με ένταση φωτισμού 245 Lux.
Στην 1η επέμβαση χορηγήθηκε ένα γεύμα (στις 9:00 η ώρα), στη 2η δυο γεύματα (στις 9:00 και 11:30), στην 3η τρία γεύματα (στις 9:00, 11:30 και 14:00) και στην 4η τέσσερα γεύματα (στις 9:00, 11:30, 14:00 και 16:30) ημερησίως. Το αρχικό επίπεδο διατροφής 1% του ζώντος βάρους προσαρμόστηκε την 43η ημέρα του πειράματος σε 2%. Το σιτηρέσιο ήταν διαχωρισμένο σε άνισα τμήματα για κάθε γεύμα με το μεγαλύτερο ποσοστό της ημερήσιας ποσότητας της τροφής (60-70%) να χορηγείται στο τελευταίο γεύμα, προκειμένου να καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες των ιχθύων στο μεγαλύτερο διάστημα της ασιτίας (από τις 16:30 μέχρι τις 9:00 το άλλο πρωί). Οι ιχθύες σιτίζονταν με τροφή του εμπορίου (47% ολικές πρωτεΐνες, 20,2% ολικά λίπη, 6,7 % τέφρα, 6,8% υγρασία, 1,8% ολικές ινώδεις ουσίες) τις 5 ημέρες της εβδομάδας.
Στο τέλος του πειράματος δε διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφοροποιήσεις στο ρυθμό ανάπτυξης (τελικό βάρος, %WG, SGR), στους συντελεστές αξιοποίησης της τροφής και των συστατικών αυτής (FCR, PER, PPV, LER, LPV), στη χημική σύσταση του σώματος, στο περισπλαχνικό λίπος και στην παραλλακτικότητα του βάρους των ιχθύων. Ωστόσο, παρατηρήθηκε μείωση του μήκους του εντέρου, λόγω της αύξησης της συχνότητας του ταΐσματος. Τέλος, καταγράφηκε αυξημένη ενζυμική δραστηριότητα των ολικών πρωτεασών στην περίπτωση της επέμβασης με τέσσερα γεύματα και μειωμένη στην περίπτωση των δυο ημερήσιων γευμάτων. Η ενεργότητα των ολικών καρβοϋδρασών δεν παρουσίασε διαφοροποιήσεις.
Συμπερασματικά, στις παρούσες πειραματικές συνθήκες η βέλτιστη συχνότητα γευμάτων σε αναπτυσσόμενα άτομα τσιπούρας αντιστοιχεί σε ένα γεύμα ανά ημέρα. Αν και η διαφορετική συχνότητα των γευμάτων δεν προκάλεσε κάποια διαφοροποίηση στους δείκτες ανάπτυξης και αξιοποίησης της τροφής, εντούτοις τα αποτελέσματα της ενζυμικής δραστηριότητας των πρωτεολυτικών ενζύμων δεν αποκλείουν τη διαφοροποίηση των συντελεστών αυτών σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Τέλος, καθορίζοντας τη βέλτιστη συχνότητα παροχής της τροφής πρέπει να εφαρμοστεί ένα ορθότερο διατροφικό πρωτόκολλο, στο οποίο θα οριστεί ο αριθμός των ημερήσιων γευμάτων, το χρονικό διάστημα μεταξύ αυτών καθώς και η ποσότητα του σιτηρεσίου ανά γεύμα.
The aim of the present study was to evaluate the effects of feeding frequency on growth, feed conversion, proximate body composition, body weight variation and activities of digestive enzymes in juvenile gilthead sea bream, Sparus aurata, reared under a restricted feeding regime.
In an 82-day trial, four feeding frequencies with two replicates per treatment were tested. Eight groups of 10 individuals per tank (101,1 ±0,95 g) were stocked into 88,5 l experimental aquaria, which were part of a larger recirculating system. The sea water (35‰) flow was adjusted to 1,2 l min-1, allowing water renewal at the rate of 0,8 times h-1. The water temperature varied from 19,3 to 24,9ºC and dissolved oxygen levels were maintained above 6 ppm. The fish were exposed to a 9 L: 15 D photoperiod and artificial light intensity of 245 lux.
The fish were fed once (9:00), twice (9:00, 11:30), three times (9:00; 11:30; 14:00) and four times (9:00; 11:30; 14:00, 16:30) daily. The initial ration level of 1% (%BW day-1) was increased to 2% on the 43rd experimental day and it was distributed into unequal-size meals, the last daily meal being the largest (60-70% of daily ration). A commercial diet of proximate composition of 47% protein, 20,2% fat, 6,7% ash, 6,8% moisture and 1,8% crude fiber was delivered, five days per week.
No significant differences were found on growth (final weight, %WG, SGR), feed conversion ratio (FCR), nutrients utilization and retention (PER, PPV, LER, LPV), carcass composition, visceral fat content or size variability. A decrease in relative intestine length was observed as a consequence of more frequent feedings. Finally, total proteolytic enzymes activity and capacity were the lowest in the treatment with two daily feedings and the highest with four meals per day, whereas total amylolytic enzymes activity and capacity were not affected by different feeding frequencies.
The results of this study demonstrate that the optimal feeding frequency for the juvenile gilthead sea bream was once per day. However, it is plausible that increased final weight, %WG, SGR and decreased FCR (P>0,05) which were observed in treatment with four daily meals was due to elevated total protease activity. Moreover, these insignificant differences in growth and feed utilization indexes may become statistically significant if a long term feeding trial is performed.
Finally, further research is required in order to establish optimum feeding management strategy in accordance with the feeding rhythms of gilthead sea bream in order not only to improve growth and feed efficiency but also animal welfare, quality of final product and water quality. Nonetheless, a feeding frequency may positively “modulate” all above aspects, provided that factors such as: number of daily meals, intervals between feedings and meal size are simultaneously taken into consideration while designing feeding protocol.