To Aedes (Stegomyia) cretinus Edwards (Diptera: Culicidae) είναι ένα είδος κουνουπιού που περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1921, από δείγματα προερχόμενα από την Κρήτη αλλά μέχρι πρόσφατα ελάχιστα στοιχεία ήταν γνωστά για την εξάπλωση και τη βιολογία του. Ο εντοπισμός του είδους αυτού για πρώτη φορά στην ηπειρώτικη Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αττική το 1997, οδήγησε στην εκτενέστερη μελέτη της παρουσίας και εξάπλωσης του συγκεκριμένου είδους αλλά και την καταγραφή της πανίδας των Culicidae στο Ν. Αττικής.
Η παρουσία, η εξάπλωση και η εποχιακή εμφάνιση των πληθυσμών του Ae. cretinus πραγματοποιήθηκε με την εγκατάσταση και παρακολούθηση 75 παγίδων ωοθεσίας, σε αντιπροσωπευτικές περιοχές του Ν. Αττικής. Η παρουσία ωών κουνουπιών στις παγίδες αυτές καταγράφονταν σε εβδομαδιαία βάση για 3 συνεχή έτη (2000-2002). Το μόνο είδος του γένους Aedes (Stegomyia) που εντοπίστηκε στην Αττική την συγκεκριμένη χρονική περίοδο ήταν το Ae. cretinus, με σημαντικούς πληθυσμούς σε όλες τις γεωγραφικές ζώνες του Νομού. Η περίοδος που δραστηριοποιείται το συγκεκριμένο είδος είναι από τα μέσα της άνοιξης έως το τέλος του Οκτωβρίου ενώ σύμφωνα με τις εναποθέσεις ωών που καταγράφηκαν οι πληθυσμοί του είναι υψηλότεροι κατά το καλοκαίρι και στην αρχή του φθινοπώρου.
Παράλληλα, το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, διενεργήθηκαν δειγματοληψίες προνυμφών κουνουπιών από πιθανές εστίες ανάπτυξής τους καθώς και συλλήψεις ακμαίων κουνουπιών από σημεία ανάπαυσής τους ή με τη μέθοδο προσέλκυσης με «ανθρώπινο δόλωμα». Από τις δειγματοληψίες αυτές εντοπίστηκαν 18 είδη κουνουπιών από 6 διαφορετικά γένη, ορισμένα από τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερη υγειονομική σημασία καθώς είναι δυνητικοί φορείς σοβαρών ασθενειών όπως η ελονοσία και ο ιός του Δυτικού Νείλου.
Καθώς ελάχιστα είναι γνωστά σχετικά με τη βιολογία του Ae. cretinus, ορισμένα από τα βασικά στοιχεία βιολογίας του είδους αυτού μελετήθηκαν σε συνθήκες εργαστηρίου. Αυτά είναι το αναπαραγωγικό δυναμικό του με βάση των αριθμό των ωών που μπορεί να ωοτοκήσει κάθε θηλυκό, η θνησιμότητα που παρατηρείται σε κάθε βιολογικό στάδιο ανάπτυξης, η χρονική διάρκεια του κάθε σταδίου καθώς και η μακροβιότητα των τελείων.
Για ταχύ και ασφαλή διαχωρισμό δειγμάτων του Ae. cretinus από τα συγγενή και μορφολογικά παρόμοια είδη Ae. albopictus και Ae. aegypti αναπτύχθηκε μέθοδος βασισμένη σε μοριακές τεχνικές κατά την οποία αλληλουχήθηκε συντηρημένη περιοχή του γενώματός του και πραγματοποιήθηκε μέθοδος ανάλυσης του Πολυμορφισμού Μήκους των Θραυσμάτων DNA μετά από πέψη με Περιοριστικά ένζυμα (RFLPs).
Επίσης, πραγματοποιήθηκε η πρώτη περιγραφή των ωών του Ae. cretinus, με τη βοήθεια ηλεκτρονικού μικροσκοπίου και έγινε σύγκρισή τους με τα ωά συγγενών ειδών.
Τέλος, σχετικά με την αντιμετώπιση των κουνουπιών πραγματοποιήθηκαν βιοδοκιμές για την αποτελεσματικότητα ή την ανίχνευση πιθανής ανθεκτικότητας των εγκεκριμένων στη χώρα μας βιοκτόνων εναντίον προνυμφών σημαντικών ειδών κουνουπιών του Νομού Αττικής ενώ επιπλέον μελετήθηκε στο εργαστήριο, η εντομοκτόνος δράση 13 αιθέριων ελαίων από ελληνικά φυτά των οικογενειών Rutaceae, Apiacea και Alliacea, εναντίον προνυμφών του κοινού είδους κουνουπιού Culex pipiens biotype molestus, με αξιόλογα αποτελέσματα.
The purpose of this thesis is the contribution to knowledge of the presence, distribution, biology and control of Aedes (Stegomyia) cretinus Edwards 1921 (Diptera: Culicidae) in the district of Attica. Furthermore, a survey of other anthropophilic mosquito species was taken on the same area.
The presence, the distribution and the seasonal abundance of Ae. cretinus were studied by a network of 75 oviposition traps, established in 5 geographic areas of Attica, representing different ecological environments. The eggs laid in the ovitraps have been monitored for 3 years (2000-2002) by weekly surveys. The identification of the species of the collected eggs revealed that Ae. cretinus was the only Stegomyia species active in that area in the aforementioned period. Populations of the species were breeding continuously from mid-spring until the end of October. A high oviposition activity recorded during summer and the beginning of autumn. The percentage of the positive ovitraps indicated ubiquitous distribution throughout the area.
The species composition of mosquito fauna in Attica was investigated by adult collections from resting sites or during human biting and larval samplings conducted in potential natural or artificial mosquito breeding sites. Eighteen different species in six different genera were recorded totally some of them are of great medical importance as they are known to be vectors of serious diseases such as malaria and West Nile virus.
Since very little was known of the biology of Ae. cretinus some of its life history components were studied in the laboratory such as egg production in each gonotrophic cycle, the mean time of the larval and pupal development and life expectancy of the adults.
Molecular characterization of Ae. cretinus, is also presented. The ITS2 region of Ae. cretinus was analyzed and compared with the two other closely related dengue vectors Aedes albopictus and Aedes aegypti. A PCR-RFLP assay is proposed to differentiate the three species. The proposed assay will be a useful tool for the detection and effective monitoring of Aedes (Stegomyia) species in Greece and other Mediterranean countries.
As contribution to knowledge of the systematics of Ae. cretinus the eggs of this species were examined with the electron microscope and described for the first time. Comparison of the certain characters that could possibly differentiate the eggs of the 3 Stegomyia species present in Europe, is also provided.
Finally, concerning the control of mosquitoes, larval bioassays carried out in the laboratory in order to evaluate the efficacy or determine a possible resistance of the commercial biocides registered and commonly used in Greece, against important mosquito species present in Attica. Furthermore essential oils derived from plants native or cultivated in Greece, evaluated for first time, as potential insecticidal agents against mosquito larvae. Thirteen essential oils from plants belonging to the families of Rutaceae, Apiacea and Alliacea were tested under laboratory conditions against larvae of the common mosquito species Culex pipiens biotype molestus, with promising results.