Το ενδιαφέρον για τη ροδιά (Punica granatum L.) και την καλλιέργειά της έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Η αύξηση αυτή οφείλεται στις πολλές χρήσεις που έχει το δέντρο και ο καρπός της ροδιάς, τις ευεργετικές ιδιότητες του καρπού και το υψηλό σχετικά κέρδος που μπορεί να αποφέρει στον παραγωγό η καλλιέργειά της. Παρολαυτά υπάρχει έλλειψη επιστημονικών δεδομένων για την καλλιέργεια της ροδιάς γενικά και ειδικότερα για την αξιολόγηση των διαφόρων ποικιλιών με βάση τα μορφολογικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά τους. Σκοπός της εργασίας αυτής ήταν η μελέτη της ανθοφορίας και ανάπτυξης του καρπού διαφόρων ποικιλιών ροδιάς καθώς και η αξιολόγηση των ποικιλιών αυτών με βάση τα μορφολογικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των ώριμων καρπών. Για το σκοπό αυτό μελετήθηκαν 6 ποικιλίες ροδιάς στην περιοχή της Ερμιόνης κάτω από τις ίδιες εδαφοκλιματικές συνθήκες και καλλιεργητικές τεχνικές. Οι ποικιλίες αυτές ήταν τρεις εγχώριες, η ‘Ερμιόνης’ η ‘Περσεφόνη’ και ο ‘Pluto’, καθώς και τρεις ξένες, η ‘Wonderful’, η ‘Akko’ και η ‘SP1’. Για τη μελέτη των χαρακτηριστικών των καρπών των ποικιλιών αυτών χρησιμοποιήθηκαν συνολικά 16 ώριμοι καρποί/ποικιλία (4 καρποί ανά δέντρο). Πέρα από τη γενική αξιολόγηση των ποικιλιών έγινε και σύγκριση των τριών ελληνικών ποικιλιών για να διαπιστωθεί εάν οι τρεις αυτές ποικιλίες είναι διαφορετικές ή πρόκειται για την ίδια ποικιλία. Από τη μελέτη της ανθοφορίας των τεσσάρων κυριοτέρων ποικιλιών, ‘Ερμιόνης’, ‘Περσεφόνη’, ‘Akko’ και ‘Wonderful’ προσδιορίστηκε ο χρόνος εμφάνισης της κύριας καρποφορίας, το ποσοστό των γόνιμων ανθέων, το ποσοστό καρπόδεσης των ανθέων σε πλήρη άνθηση καθώς και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των ανθέων. Από τα αποτελέσματα προέκυψε πως η ‘Akko’ παρουσίασε την πιο όψιμη ανθοφορία ενώ οι δύο ελληνικές (‘Ερμιόνης’, ‘Περσεφόνη’) και η ‘Wonderful’ εμφάνισαν πιο πρώιμα την κύρια ανθοφορία τους. Η ‘Akko’ είχε επίσης και το μεγαλύτερο ποσοστό καρπόδεσης (29,27%) και ακολούθησαν η ‘Ερμιόνης’ (23,08%) και ‘Περσεφόνη’ (13,75%), ενώ το μικρότερο ποσοστό παρουσίασε η ‘Wonderful’ (6,06%). Επίσης τα πιο πρώιμα άνθη (στις 25/5) βρέθηκαν να είναι μεγαλύτερα σε μέγεθος και πιο γόνιμα σε σχέση με τα επόμενα (στις 15/6). Στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των ώριμων καρπών, τις μεγαλύτερες διαστάσεις, βάρος καρπού και βάρος καρπιδίων παρουσίασε η ‘SP1’ ενώ τις μικρότερες αντίστοιχα η ‘Akko’ όπου διέφεραν και σημαντικά μεταξύ τους. Στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των καρπών, η ‘Wonderful’ παρουσίασε ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό χυμού (% του βάρους καρπού) αλλά και % του βάρους καρπιδίων. Τ’ αποτελέσματα αυτά σε συνδυασμό με το επίσης πολύ χαμηλό ποσοστό βάρους καρπιδίων (% βάρος καρπιδίων/βάρος καρπού) που ήταν σημαντικά χαμηλότερο στην ‘Wonderful’, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ποικιλίες, αποτελούν σημαντικά μειονεκτήματα για μια ποικιλία που προορίζεται κύρια για χυμοποίηση. Όσον αφορά τα σάκχαρα, βρέθηκε πως δύο ήταν τα κύρια διαλυτά σάκχαρα στο χυμό ροδιού, η γλυκόζη και η φρουκτόζη, όπου τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις σε αυτά εμφάνισαν οι ποικιλίες ‘SP1’ και ‘Pluto’ ενώ η ‘Wonderful’ και η ‘Ερμιόνης’ τις μικρότερες. Αντίθετα με τα διαλυτά σάκχαρα δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές στα ολικά διαλυτά στερεά (ºBrix) μεταξύ των ποικιλιών και οι τιμές κυμάνθηκαν από 16,28 μέχρι 17,07. Την υψηλότερη οξύτητα, 10πλάσια μάλιστα από τις ελληνικές ποικιλίες είχε η ποικιλία ‘Wonderful’ (3,8g κιτρικού οξέος/100ml χυμού), ενώ και οι ποικιλίες ‘SP1’ και ‘Akko’ είχαν σχετικά μικρή οξύτητα, λίγο υψηλότερη από τις ελληνικές ποικιλίες. Αντίστροφα αποτελέσματα βρέθηκαν για το pH, με την ‘Wonderful’ να έχει σημαντικά χαμηλότερη τιμή (2,73) από τις άλλες ποικιλίες. Οι τιμές των ολικών φαινολικών, της αντιοξειδωτικής ικανότητας και του ασκορβικού οξέος ήταν σημαντικά υψηλότερες στην ποικιλία ‘Wonderful’, με δεύτερη την ‘Akko’ ενώ οι ελληνικές ποικιλίες και η ‘SP1’ είχαν σχετικά χαμηλότερες τιμές. Με βάση τα αποτελέσματα των ποιοτικών χαρακτηριστικών οι ποικιλίες ‘Ερμιόνης’, ‘Περσεφόνη’, ‘Pluto’ και ‘SP1’ χαρακτηρίζονται ως γλυκές, η Akko ως γλυκιά ή ημίγλυκη ανάλογα με τα κριτήρια προσδιορισμού και η ‘Wonderful’ ως ξινή ποικιλία. Όσον αφορά τις ελληνικές ποικιλίες, βρέθηκε να έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά αλλά και ορισμένες σημαντικές διαφορές. Χρειάζεται όμως περισσότερη έρευνα και ειδικά μελέτη με τη χρήση μοριακών δεικτών για ασφαλή συμπεράσματα ότι πρόκειται πραγματικά για ξεχωριστές ποικιλίες ή για την ίδια ποικιλία.
Interest in pomegranate (Punica granatum L.) and its cultivation has increased in recent years. This increase is due to the large number of usages the tree and the fruit of the pomegranate have, the beneficial properties of fruit and the high profit that cultivation can bring to producer. Nevertheless there is lack of scientific data for the cultivation of pomegranate and especially for the evaluation of different varieties based on morphological and quality characteristics. The aim of this work was to study the flowering and fruit development of different varieties of pomegranate and evaluate these varieties based on morphological and quality characteristics of mature fruit. For this purpose we studied 6 pomegranate varieties in the region of Hermione under the same soil conditions and cultivation techniques. The ‘Hermione’, ‘Persephone’ and ‘Pluto’ were the three domestic, and ‘Wonderful’, ‘Akko’ and ‘SP1’ were the three foreign varieties that were studied. In order to study the characteristics of the fruits of these varieties were used 16 mature fruits / variety (4 fruits per tree). Besides the general evaluation of the varieties, there was a comparison between the three Greek varieties in order to determine if they are presenting differences or similarities. From the flowering study of four main varieties, ‘Hermione’, ‘Persephone’, ‘Akko’ and ‘Wonderful’ was determined the time of appearance of main fruiting, the percentage of fertile flowers, fruit set percentage of flowers in full bloom and the morphological characteristics of flowers. The results showed that ‘Akko’ presented the most late-flowering while both Greek (‘Hermione’, ‘Persephone’) and ‘Wonderful’ showed the main flowering earlier. ‘Akko’ also had the highest percentage of fruit set (29,27%), followed by ‘Hermione’ (23,08%) and ‘Persephone’ (13,75%), while the lowest percentage was recorded by ‘Wonderful’ (6,06%). Also the earliest flowers (on 25/5) were found to be larger and more fertile than the next one (on 15/6). Between the morphological characteristics of mature fruit, the larger dimensions, fruit and seed weight found in ‘SP1’ while the smallest in ‘Akko’, and differed significantly. Among quality characteristics of fruit, ‘Wonderful’ showed a very low percentage of juice (% of fruit weight) and percentage of seed weight. The results in combination with the very low seed weight (% of seed weight / fruit weight), which was significantly lower in ‘Wonderful’, compared with other varieties, are significant disadvantages for the variety that principally intended for juicing. The two main soluble sugars that were found in pomegranate juice were glucose and fructose and the highest concentrations were found in ‘SP1’ and ‘Pluto’, while ‘Wonderful’ and ‘Hermione’ were the lowest. Unlike the soluble sugars there were not found significant differences in total soluble solids (º Brix) between varieties and values ranged from 16,28 to 17,07. The higher acidity, even 10 times by the Greek varieties was ‘Wonderful’ (3,8 g citric acid/100ml juice), while the varieties ‘SP1’ and ‘Akko’ had relatively low acidity, a little higher than the Greek variety. Opposite effects were found for pH, the 'Wonderful' have a significantly lower value (2,73) than other varieties. The values of total phenolics, antioxidant capacity and ascorbic acid were significantly higher in the variety ‘Wonderful’, followed by ‘Akko’, while Greek varieties and ‘SP1’ had relatively lower prices. Based on the results of the qualitative characteristics of the varieties ‘Hermione’, ‘Persephone’, ‘Pluto’ and ‘SP1’, these varieties described as sweet, ‘Akko’ as sweet or semi-sweet, depending on the criteria for identifying and ‘Wonderful’ as sour variety. Regarding the Greek varieties found to have many common features but also some important differences. For safe conclusions it appears the necessity for further study using molecular markers in purpose to see if there are really distinct or the same variety.