Η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και η διατήρηση του αγροτικού χώρου μαζί
με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των αγροτικών δομών, αποτέλεσαν βασικές
αρχές για τη διαμόρφωση της μεταρρύθμισης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ)
του 1992. Κατά την υλοποίηση των μέτρων αυτών, μεγάλο ποσοστό των οικονομικών
ενισχύσεων αναλογούσε στο πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης και κυρίως στα
γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα (άξονας προτεραιότητας 3, κατά την περίοδο 2000-2006).
Στο πλαίσιο του κανονισμού Αγροτικής Ανάπτυξης αποτελεί υποχρέωση κάθε χώρας η
«εκ των προτέρων», η «ενδιάμεση» και η «εκ των υστέρων» αξιολόγηση του Εγγράφου
Προγραμματισμού της Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΠΑΑ). Η σκοπιμότητα ύπαρξης των
αξιολογήσεων είναι αδιαμφισβήτητη, όμως η αποτελεσματικότητα και χρησιμότητα
των εξαγόμενων συμπερασμάτων χρίζει περαιτέρω διερεύνησης.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η συστηματική επεξεργασία των αξιολογήσεων
αυτών – με μεγαλύτερη βαρύτητα στην «εκ των υστέρων» αξιολόγηση – ώστε να
παρουσιαστούν και να αναλυθούν τα συμπεράσματα και οι προτάσεις για διορθωτικές
παρεμβάσεις. Η μεθοδολογική προσέγγιση που ακολουθείται βασίζεται στη διενέργεια
επιτόπιας έρευνας σε άμεσα και έμμεσα εμπλεκόμενους παράγοντες και αποσκοπεί στη
συνολική αποτίμηση της χρησιμότητας των αξιολογήσεων. Ως αποτέλεσμα της έρευνας
αυτής εντοπίζονται αδυναμίες του υπάρχοντος συστήματος αξιολόγησης και
προτείνονται μέτρα για τη βελτίωσή του.
Protecting the natural environment and maintaining the countryside, along with
improving the efficiency of environmental structures, were key factors for the
development of the reformed Common Agricultural Policy (CAP) of 1992. In
implementing these measures, a large percentage of economic aid program accounted
for Rural Development and especially in the agro-environmental measurements (priority
3 during the period 2000-2006). Under the Rural Development Regulation every
participating country is obliged to write an ex-ante”, an “on-going” and an “eχ-post”,
evaluation of the document Planning for Rural Development (ESDP). The feasibility of
the assessments is undeniable, but the effectiveness and usefulness of the conclusions
reached deserves further investigation.
The purpose of this study is the systemic treatment of these assessments – with greater
emphasis on the “ex post” evaluation – to present and analyse the findings and
recommendations for corrective interventions. The methodological approach is based on
fieldwork carried out in direct and indirect stakeholders, and aims at a comprehensive
assessment of the usefulness of evaluations. As a result of this survey identified
weaknesses in the existing system of assessment and proposed measures for
improvement.