Το γένος Lactarius (οικογένεια Russulaceae, φύλο Basidiomycota) περιλαμβάνει εκτομυκορριζικούς μακρομύκητες που σχηματίζουν συμβιωτικές σχέσεις με ένα μεγάλο εύρος φυτικών ειδών. Παρουσιάζει κοσμοπολιτική εξάπλωση και χαρακτηρίζεται από βασιδιοκάρπια που εκκρίνουν ένα είδος λακτικού υγρού όταν τραυματίζονται. Στην παρούσα εργασία εξετάστηκαν συνολικά 149 δείγματα μυκήτων Lactarius (138 αποξηραμένα και 11 νωπά), από τα οποία τα 21 προέρχονταν από μυκητολογικά ερμπάρια του εξωτερικού (ζητήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως "δείγματα αναφοράς") με βασικό στόχο τη συνολική επαναξιολόγηση των μέχρι σήμερα προσδιορισθέντων ειδών του γένους Lactarius στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τους αρχικούς προσδιορισμούς, τα Ελληνικά δείγματα που μελετήθηκαν είχαν ταξινομηθεί σε 36 είδη του γένους Lactarius και αντιπροσώπευαν το σύνολο σχεδόν του διαθέσιμου σχετικού βιολογικού υλικού που ήταν κατατεθειμένο σε κάποια ιδρυματική ή ιδιωτική συλλογή αποξηραμένων δειγμάτων στην Ελλάδα. Η αναλυτική εξέταση των μακροσκοπικών γνωρισμάτων (σε όλα τα νωπά βασιδιοκάρπια, αλλά και σε όσα από τα αποξηραμένα δείγματα ήταν αυτό εφικτό) και των μικροσκοπικών χαρακτήρων με χρήση σύνθετου οπτικού μικροσκοπίου αλλά και οπτικού μικροσκοπίου τύπου Nomarski (DIC) (σε ειδικές περιπτώσεις και ηλεκτρονικής μικροσκοπίας σάρωσης) σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα αλληλούχησης του τμήματος ITS1-5,8S-ITS2 rDNA για επιλεγμένα είδη, οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο αριθμός των ειδών Lactarius που μελετήθηκαν ανέρχεται σε 32 (31 είδη + L. cf. flavidus). Η ύπαρξη των ειδών L. circellatus, L. evosmus, L. ilicis, L. leonis, L. musteus, L. scrobiculatus και L. torminosus δεν επιβεβαιώθηκε στην Ελλάδα, ενώ ένα δείγμα προσδιορισμένο ως L. insulsus (το οποίο θεωρείται nomen dubium) ταξινομήθηκε στο είδος L. zonarioides. Επίσης, διαπιστώθηκε η ύπαρξη τεσσάρων ακόμα ειδών, τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στα αρχικά ταυτοποιημένα δείγματα, δηλ. των L. mairei, L. intermedius, L. glaucescens και L. lacunarum. Τα δυο τελευταία αποτελούν νέες καταγραφές για την Ελλάδα. Επιπλέον, για τα είδη του ταξινομικού τμήματος Olentes προσδιορίστηκαν (για πρώτη φορά) οι αλληλουχίες του ITS1-5,8S-ITS2 rDNA, ώστε να διαλευκανθούν οι φυλογενετικές σχέσεις μεταξύ των L. atlanticus, L. serifluus και L. subumbonatus. Τα τρία αυτά είδη παρουσιάζουν σύμφωνα με τη βιβλιογραφία παρόμοια μικροσκοπικά χαρακτηριστικά και διακρίνονται κυρίως με βάση μακρομορφολογικούς χαρακτήρες και οικολογικές 12 προσαρμογές. Τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας αποκαλύπτουν -με τη χρήση μοριακών προσεγγίσεων- ότι τα L. atlanticus και L. subumbonatus αποτελούν δυο φυλογενετικά διακριτά είδη, επιβεβαιώνοντας έτσι τη χρησιμότητα συγκεκριμένων μακροσκοπικών γνωρισμάτων και του τύπου του ενδιαιτήματος-ξενιστή. Επιπροσθέτως, συμβάλουν στο να υιοθετηθούν ως διαγνωστικής σημασίας μικροσκοπικά χαρακτηριστικά, όπως το σχήμα των βασιδιοσπορίων και το ύψος της διακόσμησης τους (τα οποία δεν αναφέρονταν στη σχετική βιβλιογραφία). Το μοναδικό δείγμα L. serifluus που μελετήθηκε παρουσίαζε μακρο- και μικρομορφολογία παρόμοια με τα δείγματα L. subumbonatus και ομαδοποιήθηκε μαζί με τα τελευταία στη φυλογενετική ανάλυση που πραγματοποιήθηκε. Πιθανότατα λοιπόν τα δείγματα και των δύο τάξα να ανήκουν στο ίδιο είδος εάν συνεκτιμηθούν όλα τα διαθέσιμα δεδομένα. Τέλος, τα είδη L. fragilis var. rubidus και L. subserifluus που απαντώνται στην Βόρεια και Κεντρική Αμερική δείχνουν σχετικά μεγάλη φυλογενετική συγγένεια με τα είδη L. subumbonatus και L. atlanticus αντίστοιχα. Συμπερασματικά, ο συνδυασμός διαφορετικών ταξινομικών προσεγγίσεων συνέβαλε ουσιαστικά στον επαναπροσδιορισμό της βιοποικιλότητας των ειδών Lactarius στην Ελλάδα καθώς και στην επίλυση σύνθετων ταξινομικών ζητημάτων σε επιμέρους τμήματα (sections) του συγκεκριμένου γένους.
Lactarius is an ectomycorrhizal genus of the family Russulaceae (phylum Basidiomycota) forming symbiotic relationships with a wide range of plant species. It presents a cosmopolitan distribution, and it is characterized by basidiomata that secrete a milky latex when injured. For the purposes of this study, 149 specimens were examined (138 herbarium samples and 11 basidiomata in fresh condition), among which 21 were obtained from abroad as voucher material. The Greek specimens were originally assigned to 36 species and included nearly all available specimens identified as Lactarius species that are deposited in Greek institutional or personal herbariums. The detailed study of macroscopical features (in all fresh basidiocarps and also in the dried material if this was possible) and microscopical characteristics using compound optical and DIC microscopy (in certain cases scanning electron microscopy was employed as well), in combination with the outcome of ITS1-5,8S-ITS2 rDNA sequencing for selected Lactarius taxa led to the conclusion that the studied specimens represent in fact 32 species of Lactarius (31 spp. + L. cf. flavidus). The reported presence of L. circellatus, L. evosmus, L. ilicis, L. leonis, L. musteus, L. scrobiculatus and L. torminosus could not be confirmed from the material examined. One specimen identified as L. insulsus (Fr.: Fr.), which is considered a nomen dubium, was re-identified as L. zonarioides. Moreover, four additional species were identified from the Greek material at hand, namely L. mairei, L. intermedius, L. glaucescens και L. lacunarum. It is noteworthy that L. lacunarum and L. glaucescens is are reported for the first time in Greece. In addition, the relationships between L. atlanticus, L. serifluus and L. subumbonatus, three of the microscopically similar species of section Olentes, were also investigated (for the first time) through sequencing of their ITS1-5,8S-ITS2 rDNA regions. According to literature, their distinction is primarily based on macromorphological characters and on their association with different host species. This study revealed that L. atlanticus and L. subumbonatus are two distinct phylogenetic species, which are also distinguished by certain macromorphological criteria and by host preference. In addition, the diagnostic value of basidiospores shape and of the height of spore ornamentation is emphasized. The only L. serifluus specimen which was available for study, presented identical morphology to L. subumbonatus material; moreover, it was grouped within the same phylogenetic cluster as L. subumbonatus specimens. Hence, 14 if all available data are taken into consideration, these two taxa most possibly represent one single species. Finally, the north and central American species L. fragilis var. rubidus and L. subserifluus showed relatively high phylogenetic affinity with L. subumbonatus and L. atlanticus respectively. In conclusion, the combination of different taxonomic approaches contributed substantially at re-establishing Lactarius biodiversity in Greece, and in resolving complex taxonomic issues in selected sections of this genus.