Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση της επίδρασης του υποσιτισμού των
κονικλομητέρων κατά την περίοδο της κυοφορίας στην εξέλιξη διαφόρων
αναπαραγωγικών και παραγωγικών χαρακτηριστικών καθώς και στα ποιοτικά
χαρακτηριστικά του κρέατος των απογόνων τους.
Χρησιμοποιήθηκαν συνολικά 26 κονικλομητέρες υβρίδιο Hyla με κύριο
γενετικό υλικό Νέας Ζηλανδίας. Η μία ομάδα (μάρτυρας) διατράφηκε κατά
βούληση
καθ’ όλη τη διάρκεια της κύησης ενώ η 2
η
ομάδα (επέμβαση) στο 75% των αναγκών
συντήρησης από την 7
η
έως την 27
η
ημέρα κυοφορίας. Και οι δύο ομάδες διατράφηκαν
κατά βούληση έως τον απογαλακτισμό. Η διάρκεια κυοφορίας ήταν 30-32 ημέρες και ο
απογαλακτισμός των κονικλιδίων πραγματοποιήθηκε στις 35 ημέρες γαλουχίας.
Γινόταν εβδομαδιαία αιμοληψία για τον προσδιορισμό της συγκέντρωσης της γλυκόζης
στο αίμα, τόσο στις κονικλομητέρες όσο και κονικλίδια κατά την περίοδο πάχυνσης
τους. Επιλέχθηκαν
τυχαία 72 κονικλίδια (36 αρσενικά και 36 θηλυκά) ανά επέμβαση
(σύνολο 144), προς πάχυνση για χρονικό διάστημα 37 ημερών. Σε όλη τη διάρκεια της
πάχυνσης η διατροφή ήταν κατά βούληση. Στην ηλικία των 72 ημερών,
πραγματοποιήθηκε σφαγή 48 ζώων (24 αρσενικών και 24 θηλυκών) ανά επέμβαση, με
σκοπό την εκτίμηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του κρέατος. Σε δείγματα του
επιμήκους
ραχιαίου μυός (Longisimus lumborum) μετρήθηκαν το pH, οι παράμετροι
του χρώματος (L, a*, b), η ικανότητα συγκράτησης νερού (ΙΣΝ), η τρυφερότητα, η
απώλεια οπού κατά το μαγείρεμα και η περιεκτικότητα σε ενδομυϊκό λίπος. Επίσης,
μετρήθηκαν τα βάρη του ήπατος, του λιπώδους ιστού της ωμοπλάτης και το βάρος του
περινεφρικού λιπώδους ιστού ενώ υπολογίστηκε και η απόδοση
σε σφάγιο.
Ο υποσιτισμός δεν είχε επίδραση στο σωματικό βάρος των κονικλομητέρων,
εκτός από την 27
η
ημέρα της κυοφορίας κατά την οποία οι υποσιτιζόμενες
κονικλομητέρες είχαν χαμηλότερο σωματικό βάρος (P<0,05) ως συνέπεια του
20ήμερου υποσιτισμού. Η κατανάλωση τροφής, στις υποσιτιζόμενες κονικλομητέρες,
ήταν χαμηλότερη κατά τη διάρκεια της διατροφικής επέμβασης, ενώ κατά το χρονικό
διάστημα από τη λήξη του υποσιτισμού έως τον τοκετό η κατανάλωση τροφής ήταν
μεγαλύτερη
(P>0.05). Στο υπόλοιπο χρονικό διάστημα δεν παρατηρήθηκαν διαφορές
μεταξύ των ομάδων Όσον αφορά τις αναπαραγωγικές παραμέτρους στατιστικώς
σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων, παρατηρήθηκαν για το ατομικό βάρος
γέννησης κονικλιδίων, το ατομικό βάρος γέννησης ζωντανών κονικλιδίων, το βάρος
τοκετοομάδας στην υιοθεσία και το ατομικό βάρος κονικλιδίων στην υιοθεσία με τα
ζώα του μάρτυρα να εμφανίζουν υψηλότερες τιμές.
Κατά την πάχυνση των κονικλιδίων δεν παρουσιάστηκαν διαφορές για τα
παραγωγικά χαρακτηριστικά (P>0,05). Για την απώλεια οπού κατά το μαγείρεμα και το
pH 24, στον επιμήκη ραχιαίο μυ, παρατηρήθηκε αλληλεπίδραση μεταξύ της επέμβασης
του υποσιτισμού και του φύλου με τα θηλυκά ζώα στην ομάδα του υποσιτισμού να
έχουν υψηλότερο pH 24 και χαμηλότερη απώλεια οπού κατά το μαγείρεμα (P<0,05).
Στην ομάδα του μάρτυρα δεν παρατηρήθηκαν διαφορές μεταξύ των φύλων. Όσον
αφορά τα υπόλοιπα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κρέατος, και τα χαρακτηριστικά του
σφάγιου και των εσωτερικών οργάνων που μετρήθηκαν δεν επηρεάστηκαν σημαντικά
από την επίδραση του υποσιτισμού των μητέρων τους. Η συγκέντρωση της γλυκόζης
στο πλάσμα του αίματος τόσο στις κονικλομητέρες όσο και στα κονικλίδια κατά την
πάχυνση, δεν εμφάνισε στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων.
A total of 26 New Zealand does was used. The does were divided into the
control group which was fed ad libitum throughout pregnancy, and the treatment group
which was feed restricted, to 75% of maintenance requirements, from the 7th to the 27th
day of pregnancy. Both groups were fed ad libitum until weaning. Feed consumption
was recorded daily and body weight was predicted biweekly. The gestation period
lasted for 31 days. Weaning of kits took place after 35 days of lactation. 72 rabbits per
treatment and sex (total 144), were reared for 37 d, from weaning to 72 d of age. Feed
and water was offered ad libitum throughout the fattening period. Feed consumption
and body weight was recorded weekly. At the age of 72 d, 24 rabbits per treatment and
sex were slaughtered, for meat quality measurements in longisimus lumborum muscle
samples. In addition carcass yield, liver, adipose tissue of the scapula and perirenal fat
weights were determined.
Malnutrition did not affect bodyweight of does, except for the 27th day of
gestation at which underfed does had lower body weight (P<0,05) as a result of the
malnutrition of 20 days. Feed intake in restricted does was lower during the dietary
treatment, while food intake was greater during the period from the end of malnutrition
until parturition (P>0,05). In the remaining time, there were no differences between the
two groups. On the other hand, significant differences between two groups were
observed for the individual kits’ birth weight, the litter weight at adoption and the
individual kits’ weights at adoption, where animals of the control group were heavier.
No differences, for the previous traits mentioned, were observed at both the 14
day of
lactation and weaning, probably due to compensatory growth that took place in the
restricted fed group.
No differences, for productive traits measured in growing rabbits, were
observed. A significant interaction between dietary treatment and sex was observed for
meat quality traits; cook loss and pH 24. Females in the malnutrition group had higher
pH 24 and lower cook loss values than males (P<0,05). In the control group no
differences were detected between sexes. For the rest of meat quality characteristics,
carcass traits and internal organ weights no effect of treatment was observed (P>0,05).
Βlood plasma glucose concentration, in both does and rabbits was not affected from
does feed restriction (P>0.05).