Το ελαιόλαδο αποτελεί κύριο παραγόμενο αγροτικό προϊόν της Ελλάδας αλλά και βασικό στοιχείο της Μεσογειακής διατροφής. Οι ευεργετικές του ιδιότητες αναγνωρίζονται, πλέον, σε παγκόσμιο επίπεδο και η ζήτηση για ποιοτικό τυποποιημένο ελαιόλαδο έχει αυξητικές τάσεις. Η Ελλάδα αν και βρίσκεται στην τρίτη θέση παραγωγής ελαιολάδου μετά την Ισπανία και την Ιταλία, δεν έχει αξιοποιήσει την ποιοτική υπεροχή του παραγόμενου προϊόντος της, στερούμενη αναγνώρισης σε διεθνές επίπεδο.
Οι διατροφικές συνήθειες και οι καταναλωτικές προτιμήσεις αλλάζουν αυξάνοντας την ζήτηση για ελεγμένα και πιο υγιεινά προϊόντα. Με την τυποποίηση του ελαιολάδου βεβαιώνεται η ποιότητα, εξασφαλίζεται η προστασία του καταναλωτή και αυξάνεται η προστιθέμενη αξία. Τα νέα οικονομικά δεδομένα επιβάλλουν την διασφάλιση προοπτικών, μέσω δραστικών ενεργειών για την μελλοντική ανάπτυξη του τομέα του ελαιολάδου στη χώρα μας, ως ένα μέσο ανάκαμψης της οικονομίας.
Η παρούσα μελέτη έχει ως στόχο την περιγραφή των αγοραστικών προτιμήσεων και των καταναλωτικών συνηθειών, όσον αφορά το τυποποιημένο ελαιόλαδο, από πλευράς των ελλήνων καταναλωτών, μέσω του εντοπισμού των παραγόντων που καθορίζουν τη συμπεριφορά τους. Η εξαγωγή της έρευνας και η ανάλυση των πρωτογενών δεδομένων που συλλέχθηκαν αποσκοπούν: στον προσδιορισμό της επίδρασης των κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών των καταναλωτών, στον εντοπισμό των χαρακτηριστικών και των ιδιοτήτων του τυποποιημένου ελαιολάδου που επιζητούν οι αγοραστές, στην καταγραφή των στοιχείων της ετικέτας-συσκευασίας που ενδιαφέρουν περισσότερο τους καταναλωτές και τέλος στη μελέτη του επιπέδου της πληροφόρησης των καταναλωτών, σε θέματα που σχετίζονται με το τυποποιημένο ελαιόλαδο. Όλα τα παραπάνω μπορούν να χρησιμεύσουν ως εργαλείο στο μάρκετινγκ του τυποποιημένου ελαιολάδου, στην προώθηση του προϊόντος, στην πληροφόρηση των υπευθύνων, στην ανάδειξη ελλείψεων και προβλημάτων του τομέα και στην επίλυση αυτών.
Αρχικά, παρουσιάζονται τα στοιχεία που αφορούν το ελαιόλαδο ως διατροφικό και ως αγροτικό προϊόν, με την βιβλιογραφική ανασκόπηση, η οποία λειτούργησε ως το θεωρητικό υπόβαθρο της έρευνας, να ακολουθεί. Στη συνέχεια γίνεται η περιγραφή της ποσοτικής έρευνας, και η ανάλυση των δεδομένων που συλλέχθηκαν, που περιλαμβάνει την περιγραφική παρουσίαση των αποτελεσμάτων και την οικονομετρική ανάλυση. Τέλος ερμηνεύονται τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την ερευνητική διαδικασία και την στατιστική ανάλυση.
Olive oil is one of the leading products of the Greek agricultural sector and a key element of the Mediterranean diet. The beneficial properties are recognized worldwide and the demand for quality branded olive oil is on the rise. Although Greece holds the third place in olive oil production, after Spain and Italy, has not utilize the superiority in quality of the product, lacking international recognition.
The eating habits and consumer preferences change, increasing the demand for certified and healthier products. The shift from bulk to branded olive oil secures the quality, ensures the protection of the consumer and increases the added value. The new economic reality requires assurance perspective, through active actions for the future development of the olive oil sector in our country, as a way of economic recovery.
This study aims to describe the purchasing preferences and consumer habits of Greek consumers, regarding the branded olive oil, by identifying the factors that determine their behavior. The research and the analysis of primary data collected aim to: determine the effect of socioeconomic characteristics of consumers, identify the most preferred characteristics and properties of olive oil and record the data of the label that consumers notice on the packaging and the level of consumer awareness for olive oil. All the above can serve as a tool in olive oil marketing and promotion.
The rest of the study proceeds as follows: first, chapters 1-3 present the olive oil as an agricultural and as a dietary product, along with the literature review, which was the basis of the theoretical background used for the empirical research. Chapter 4 illustrates the results drawn from the descriptive and econometric analysis. Chapter 5 concludes with the importance and the implications of the findings.