Διερεύνηση ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών και μεθόδων διατροφικής αξιολόγησης με διαιτητικές συνήθειες και τρόπο ζωής σε δείγμα υγιών εθελοντών φυσιολογικού σωματικού βάρους. Στόχος: Η παρούσα μελέτη είχε ως σκοπό τη διερεύνηση και αξιολόγηση του σωματικού λίπους υγιών εθελοντών φυσιολογικού σωματικού βάρους και τη συσχέτισή του με διαιτητικές συνήθειες. Τη συσχέτιση του σωματικού λίπους, όπως εκτιμήθηκε ποσοτικά με χρήση διπλής ενέργειας ακτίνων Χ απορροφησιομετρίας (DXA), με τις περιμέτρους μέσης, ισχίων, λαιμού και τις αναλογίες αυτών και η αξιολόγηση της χρήσης του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) ως αξιόπιστου δείκτη αδρής εκτίμησης σωματικού λίπους στη συγκεκριμένη ομάδα πληθυσμού. Μεθοδολογία: Στη μελέτη συμμετείχαν 453 υγιείς εθελοντές (άνδρες, n=172 και γυναίκες, n= 281),ηλικίας 25±6 έτη. Η μέτρηση του σωματικού λίπους (%) πραγματοποιήθηκε με χρήση διπλής ενέργειας ακτίνων Χ απορροφησιομετρίας (DXA). Στη συνέχεια έγινε καταγραφή των ανθρωπομετρικών μετρήσεων και η αξιολόγηση της σχέσης τους με την ενεργειακή πρόσληψη και το σωματικό λίπος (%). Η εκτίμηση της διαιτητικής πρόσληψης πραγματοποιήθηκε με μια Ανάκληση 24ώρου. Οι ανακλήσεις αναλύθηκαν με τη χρήση των Ελληνικών και Αμερικάνικων βάσεων δεδομένων Σύνθεσης τροφίμων. Παράλληλα με την εκτίμηση της διαιτητικής πρόσληψης πραγματοποιήθηκε η εκτίμηση των διαιτητικών συνηθειών (αριθμός γευμάτων, σταθερότητα ωραρίων, γεύματα εκτός σπιτιού). Τέλος χορηγήθηκαν ερωτηματολόγια για περαιτέρω αξιολόγηση των χαρακτηριστικών του δείγματος. Τα ερωτηματολόγια που χορηγήθηκαν αφορούσαν, το ιατρικό ιστορικό και τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των εθελοντών, την ψυχολογική κατάσταση του (Αυτοαξιολόγηση άγχους, Αυτοαξιολόγηση κατάθλιψης, στρες) τον κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη και την εκτίμηση της φυσικής δραστηριότητας. Αποτελέσματα: Με κριτήριο εκτίμησης της παχυσαρκίας τον ΔΜΣ, το 77% του συνολικού δείγματος ορίστηκε ως «φυσιολογικού σωματικού βάρους», 18,5% ως «υπέρβαρο» και 4,4% ως «παχύσαρκο». Αντιθέτως, με κριτήριο το ποσοστό σωματικού λίπους, μόνο το 30,9% του δείγματος ορίστηκε ως «φυσιολογικού σωματικού βάρους», 22,3% ως «υπέρβαρο» και 46,8% ως «παχύσαρκο». Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε συσχέτιση των ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών και της ενεργειακής πρόσληψης με το ποσοστό σωματικού λίπους στα άτομα φυσιολογικού σωματικού βάρους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η περίμετρος μέσης (r=-0.181,p<0.01), η περίμετρος λαιμού (r=-0.453,p<0,001) και η αναλογία περιμέτρου μέσης προς ισχία (Waist-to-hip Ratio) WHpR (r=-0.234, p<0,001) παρουσίασαν αρνητική σημαντική συσχέτιση με το ποσοστό σωματικού λίπους. Αντιθέτως η περίμετρος ισχίων (r=0.271, p<0,001) παρουσίασε θετική συσχέτιση με το ποσοστό σωματικού λίπους. Η αναλογία περιμέτρου μέσης προς ύψος (Waist-to-height Ratio) WHtR (r=0.076, p>0,05) δεν παρουσίασε σημαντική συσχέτιση με το ποσοστό σωματικού λίπους. Η ενεργειακή πρόσληψη συσχετίστηκε θετικά με το ΔΜΣ (r=0.133, p<0,01),την περίμετρο μέσης (r=0.240, p<0,001), την περίμετρο λαιμού (r=0.359, p<0,001). Η περίμετρος ισχίων (r=0.011,p>0,05) δεν παρουσίασε σημαντική συσχέτιση με την ενεργειακή πρόσληψη. Ακολούθως, πραγματοποιήθηκε ανάλυση πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης για την αξιολόγηση παραγόντων που επηρεάζουν την περίμετρο λαιμού, την περίμετρο μέσης, την περίμετρο ισχίων και την ενεργειακή πρόσληψη. Η ηλικία, το σωματικό βάρος, το ποσοστό σωματικού λίπους και το επίπεδο κινδύνου εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη παρουσίασαν θετική επίδραση στην περίμετρο μέσης. Το φύλο επιδρά αρνητικά στην περίμετρο λαιμού, αντιθέτως το ποσοστό σωματικού λίπους και το επίπεδο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη επιδρούν θετικά. Η περίμετρος ισχίων επηρεάζεται θετικά από το ποσοστό σωματικού λίπους και το επίπεδο κινδύνου εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη, ενώ αρνητική επίδραση έχει από το φύλο. Το φύλο και το ποσοστό λίπους παρουσίασαν αρνητική επίδραση στην ενεργειακή πρόσληψη, ενώ «η κατανάλωση τροφίμων ή ροφημάτων μεταξύ των κυρίων ή ενδιάμεσων γευμάτων» και «η κατανάλωση γευμάτων εκτός σπιτιού» παρουσίασαν θετική επίδραση. Τέλος, πραγματοποιήθηκε αξιολόγηση των ατόμων φυσιολογικού σωματικού λίπους και των ατόμων αυξημένου σωματικού λίπους σε σχέση με τις απαντήσεις που δόθηκαν από τη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ερωτηματολογίων, το επίπεδο εκπαίδευσης, η οικογενειακή και επαγγελματική κατάσταση, η ψυχολογική κατάσταση, οι διαιτητικές συνήθειες ως προς το κάπνισμα και την κατανάλωσης αιθανόλης δεν παρουσιάζουν στατιστική σημαντικότητα μεταξύ των ατόμων φυσιολογικού σωματικού λίπους και αυξημένου σωματικού λίπους. Αντιθέτως η φυσική δραστηριότητα και ο κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη παρουσιάζει στατιστική σημαντικότητα. Άτομα με φυσιολογικό σωματικό λίπος έχουν αυξημένο επίπεδο φυσικής δραστηριότητας σε σχέση με τα άτομα αυξημένου σωματικού λίπους. Το σύνολο του δείγματος κατηγοριοποιήθηκε βάσει του επιπέδου φυσικής δραστηριότητας ως «Χαμηλό» με 20,1%, «Μέτριο» με 55,8% και «Υψηλό» με 24,1%. Συμπεράσματα: Ο ΔΜΣ υποεκτιμά το ποσοστό σωματικού λίπους των ατόμων φυσιολογικού σωματικού βάρους της παρούσας μελέτης. Τα φυσιολογικά όρια της περιμέτρου μέσης και των αναλογίων WHpR και WHtR σε άτομα φυσιολογικού σωματικού βάρους, ανεξαρτήτου φύλου, χρειάζονται καλύτερη αξιολόγηση και στη συνέχεια δημιουργία νέων μικρότερων ορίων. Η ενεργειακή πρόσληψη του δείγματος ήταν μικρότερη από την Ενδεικτική Ημερήσια Πρόσληψη (GDA), αντιθέτως η πρόσληψη της πρωτεΐνης, των ολικών λιπαρών και των κορεσμένων λιπαρών ήταν αυξημένη σε σύγκριση με τις τιμές της GDA.
Investigation of anthropometric characteristics and methods of nutritional assessment with dietary habits and life style in the sample of healthy volunteers with normal body weight. Aim: The aim of this study was to investigate and evaluate the %BF of healthy volunteers with normal body weight and its relation with dietary habits. Using DXA, the relation of %BF, with waist circumference (WC), hip circumference (HC), neck circumference (NC), waist-to-hip ratio (WHpR) and waist-to-height ratio (WHtR) and the assessment of the use of the body mass index (BMI) as a reliable index of %BF assessment in this group. Methods: 453 healthy volunteers (172 men, 281 women), aged 24,8±5,94 years took part in the study. Anthropometric measurements were obtained. Dual-energy x-ray absorptiometry was used to estimate %BF. The relation between obesity indices (BMI, NC, WC, HC, WHtR and WHpR), energy intake and %BF were investigated. The assessment of dietary intake was carried out with a 24-hour Recall. The recalls were analyzed using the Greek and American Food Synthesis databases. Along with the assessment of dietary intake, the dietary habits were evaluated (number of meals, meal time stability, non-domestic food meals). Finally, questionnaires were provided to the sample for further evaluation. The questionnaires were related to the medical history and demographic characteristics of the volunteers, their psychological state (Self-assessment of anxiety, Self-assessment of depression, stress), the risk of developing type 2 diabetes and the assessment of their physical activity. Results: When BMI was used as criterion to define obesity 4,4% of all subjects were identified as obese. However when %BF used for the same purpose the overall percentage of the obese was significantly higher and reached 46,8%. Waist circumference (r=-0.181, p<0.01), neck circumference (r=-0.453, p<0,001) and waist-to-hip ratio (r=-0.234, p<0,001) were negatively associated with %BF. Hip circumference (r=0.271, p<0,001) was positively associated with %BF and waist-to-height ratio (r=0.076, p>0, 05) was not associated with %BF. Energy intake was positively associated with BMI (r=0.133,p<0,01), waist circumference (r=0.240,p<0,001), neck circumference (r=0.359,p<0,001) and negatively associated with %BF (r=-0.358,p<0,001). Energy Intake was not associated with hip circumference (r=0.011, p>0, 05). Subsequently, multiple regression analysis was performed to evaluate factors that affect neck circumference, waist circumference, hip circumference and energy intake. Age, body weight, body fat percentage, and the risk level of developing type 2 diabetes, showed a positive effect on the waist circumference. Gender has a negative effect on neck circumference, whereas, the body fat percentage and the risk level of developing type 2 diabetes have positive effects. The hip circumference is positively affected by the body fat percentage and the risk level of developing type 2 diabetes, whereas it is negatively affected by the gender. Gender and body fat percentage had a negative effect on energy intake, while "eating food or beverages between main meals or snacks" and "eating non-domestic food meals" had a positive effect. Finally, evaluations of normal body fat and increased body fat individuals were carried out in relation to the answers given by the questionnaires. According to the results of the questionnaires, the level of education, family and occupational status, psychological status, dietary habits regarding smoking and consumption of ethanol are not statistically significant among normal body fat and increased body fat individuals. On the contrary, physical activity and the risk of developing diabetes are statistically significant. Individuals with normal body fat had an increased level of physical activity compared to individuals with increased body fat. The sample was categorized, based on the level of physical activity, as "Low" with 20.1%, "Moderate" with 55.8% and "High" with 24.1%. Conclusions: BMI underestimated the %BF in the sample of healthy volunteers with normal body weight in this study. The normal range of waist circumference and cut-off points of WHpR and WHtR, both sexes, need a better assessment and create new range and cut-off points for individuals with normal body weight. The energy intake of the sample was less than Guideline Daily Amount (GDA), while the elevated intake was observed in protein, total fat and saturated fat.