HEAL DSpace

Αξιολόγηση της διατροφικής πρόσληψης και των διατροφικών συνήθειων ατόμων σε συνθήκες τροφικής επισφάλειας στην Ελλάδα (συμμετέχοντες στο πρόγραμμα επισιτιστικής βοήθειας του Ταμείου Ευρωπαϊκής Βοήθειας σε Απόρους)

DSpace/Manakin Repository

Show simple item record

dc.contributor.advisor Καψοκεφάλου, Μαρία el
dc.contributor.author Χατζηβάγια, Ελένη el
dc.date.issued 2019-08-23
dc.identifier.uri http://hdl.handle.net/10329/6946
dc.description.abstract Η επισιτιστική ασφάλεια υπάρχει όταν όλοι οι άνθρωποι, σε όλες τις στιγμές, έχουν φυσική, κοινωνική και οικονομική πρόσβαση σε επαρκή, ασφαλή και θρεπτική τροφή που καλύπτει τις διατροφικές τους ανάγκες και προτιμήσεις για μία ενεργή και υγιή ζωή.1 Όταν τα άτομα δεν έχουν επαρκή τροφή, όταν συνεχώς αναγκάζονται να διαλέγουν φτηνά, χαμηλής ποιότητας προϊόντα ή όταν βιώνουν χρόνιο στρες για το που θα μπορέσουν να βρουν το επόμενο γεύμα τους , η υγεία τους υποφέρει. Τα άτομα που βιώνουν επισιτιστική ανασφάλεια έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για νόσο από ασθένειες που σχετίζονται με τη διατροφή, όπως ο διαβήτης τύπου 2, η αυξημένη αρτηριακή πίεση, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και η παχυσαρκία.2 Από την αρχή της λιτότητας στην Ελλάδα το 2009, σημειώθηκε αύξηση κατά 40% της επισιτιστικής ανασφάλειας σε ολόκληρη την Ευρώπη.3 Στην Ελλάδα, το 36% του πληθυσμού κινδύνευε από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό το 2015.4 Αυτή είναι η πρώτη μελέτη για την αξιολόγηση των διατροφικών συνηθειών των ατόμων με επισιτιστική ανασφάλεια στην Ελλάδα και αξιολογεί την αποτελεσματικότητα του εμβληματικού προγράμματος επισιτιστικής βοήθειας ΤΕΒΑ (Ταμείο για την Ευρωπαϊκή Ενίσχυση προς τους Άστερους). Στόχος: Συνολικά, σε αυτή την έρευνα μελετάμε τη διατροφική συμπεριφορά του πληθυσμού με επισιτιστική ανασφάλεια (συμμετέχοντες ΤΕΒΑ) σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό. Στόχος μας είναι να αξιολογήσουμε τη διατροφική πρόσληψη και τις διατροφικές συνήθειες του πληθυσμού που στοχεύει το TEBA. Συγκεκριμένα, εξετάζουμε τα δημογραφικά τους δεδομένα, τα ποσοστά υπερβαρότητας και παχυσαρκίας και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους στη λήψη μακροθρεπτικών. Η κατανάλωση των ομάδων τροφίμων τόσο για τα επισφαλή άτομα όσο και για τον γενικό πληθυσμό υπολογίστηκε και συγκρίθηκε με τον Ελληνικό Διατροφικό Οδηγό και τις συστάσεις του ΠΟΥ για την Ανατολική Μεσόγειο. Αναλύσαμε επίσης τις διατροφικές τους συνήθειες, τη συχνότητα κατανάλωσης γευμάτων και πρωινού. Η έρευνα αυτή δίνει μια εικόνα του πληθυσμού που λαμβάνει επισιτιστική βοήθεια από το μόνο εθνικά συντονισμένο πρόγραμμα επισιτιστικής βοήθειας στην Ελλάδα, ενώ διενεργεί έμμεση αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του ΤΕΒΑ. Μεθοδολογία: Μία μελέτη ασθενών - μαρτύρων διεξήχθη από τον Δεκέμβρη του 2017 έως το Δεκέμβρη του 2018, αφού έλαβε την έγκριση της Επιτροπής Βιοηθικής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνολικά 499 συμμετέχοντες του προγράμματος ΤΕΒΑ σε ολόκληρη την Ελλάδα συμμετείχαν στη μελέτη (περιπτώσεις ατόμων σε επισιτιστική ανασφάλεια) παράλληλα με μια ομάδα ελέγχου από τον γενικό πληθυσμό (n = 545). Οι κοινωνικό - δημογραφικές μεταβλητές καταγράφηκαν. Η υπερβαρότητα και η παχυσαρκία ορίστηκαν ως δείκτης μάζας σώματος 24,9-29,9kg / m2 και> 29,9kg / m2, αντίστοιχα. Οι διατροφικές συνήθειες του παρελθόντος μήνα αξιολογήθηκαν μέσω ενός επικυρωμένου ημι-ποσοτικού5 ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων (FFQ). Το FFQ περιλαμβάνει επίσης πληροφορίες για όλες τις κύριες ομάδες τροφίμων που καταναλώνονται. Για να υπολογίσουμε τη θρεπτική πυκνότητα κάθε μεταβλητής του Ερωτηματολογίου Συχνότητας Κατανάλωσης Τροφίμων, δημιουργήσαμε το δικό μας πίνακα σύνθεσης τροφίμων. Ως επαρκή πρόσληψης ενέργειας χρησιμοποιήσαμε μια ελάχιστη ημερήσια πρόσληψη <1.950 Kcal και ο πρωτεϊνικός υποσιτισμός ορίστηκε ως ημερήσια πρόσληψη ≤0.75gr / kg σωματικού βάρους6. Η συνολική κατανάλωση πρωτεΐνης διαχωρίστηκε σε Πρωτεΐνη από φυτικές πηγές και Πρωτεΐνη από ζωικές πηγές. Μια ανάλυση των μακροθρεπτικών συστατικών ως ποσοστό της ενέργειας διεξήχθη. Στη συνέχεια, το συνολικό λίπος διακρίθηκε σε πολυακόρεστα, μονοακόρεστα και κορεσμένα λιπαρά, ως ποσοστό της ενέργειας. Η ταξινόμηση σε ομάδες τροφίμων πραγματοποιήθηκε με σκοπό την σύγκριση με τον Εθνικό Διατροφικό Οδηγό. Οι κανονικά κατανεμημένες συνεχείς μεταβλητές θα παρουσιάζονται ως Μέση τιμή ± τυπική απόκλιση (μέση ± SD), ενώ οι κατηγορικές μεταβλητές ως απόλυτες και σχετικές συχνότητες ξεχωριστά για τους δύο πληθυσμούς. Το διάγραμμα P-P και το ιστόγραμμα χρησιμοποιήθηκαν για να εκτιμηθεί η κανονικότητα. Για τον προσδιορισμό των διαφορών μεταξύ των μεταβλητών χρησιμοποιήθηκε ανεξάρτητο t-test και δοκιμή U-Mann-Whitney. Οι διαφορές μεταξύ των ομάδων υπολογίστηκαν με το chi-squared. Όλες οι αναφερόμενες τιμές p συγκρίνονται με επίπεδο σημαντικότητας 5%. Αποτελέσματα: Οι δύο πληθυσμοί έχουν αντίστοιχη ηλικία (47,53 ± 13,1 έναντι 47,82 ± 13,6). Η πλειοψηφία όλων των συμμετεχόντων ήταν παντρεμένοι και το 76% των επισιτιστικά ανασφαλών ήταν άνεργοι σε σύγκριση με το 16% του γενικού πληθυσμού (p <0,001). Επιπλέον, οι επισιτιστικά ανασφαλείς είχαν λιγότερα έτη εκπαίδευσης (10,98 ± 8,5 έναντι 12,66 ± 3,6, p <0,001) και ήταν πιο πιθανό να έχουν 2 ή περισσότερα παιδιά (p <0,001). Συνδέθηκαν επίσης με υψηλότερο ποσοστό υπέρβαρου και παχυσαρκίας (υπέρβαροι 44,0% έναντι 37,5% και παχύσαρκοι 25,4% έναντι 18,0%), με μόλις το ένα τέταρτο να έχει φυσιολογικό δείκτη μάζας σώματος - BMI (28,1%). Όσοι ζούσαν σε επισιτιστική ανασφάλεια κατανάλωναν λιγότερη ενέργεια, περισσότερους υδατάνθρακες, περισσότερη πρωτεΐνη και λιγότερο λίπος. Χρησιμοποιώντας τις 1950 θερμίδες ανά ημέρα ως δείκτη επαρκούς ενεργειακής πρόσληψης, μόνο το 58% όσων βρίσκονταν σε επισιτιστική ανασφάλεια λάμβαναν επαρκή πρόσληψη σε σύγκριση με το 77% του γενικού πληθυσμού. Το εύρος ατόμων που καταναλώνουν λιγότερο από 1950 kcal / ημέρα για κάθε ομάδα παρουσιάζεται σε ένα boxplot (Εικόνα 12.Β). Οι αποδέκτες του προγράμματος επισιτιστικής ανασφάλειας FEAD συνέχισαν να παρουσιάζουν υποσιτισμό πρωτεΐνης(18,6%), σε αντίθεση με το 5,0% του γενικού πληθυσμού. Ως ποσοστό της ενέργειας, η κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών ήταν παρόμοια και στις δύο ομάδες και υπερέβαινε κατά πολύ το συνιστώμενο μέγιστο 10% της συνολικής ενέργειας ανά ημέρα. Στις περισσότερες ομάδες τροφίμων, η κατανάλωση σε γραμμάρια ανά ημέρα μεταξύ των δύο ομάδων είχε στατιστικά σημαντική διαφορά. Η κατανάλωση χυμών φρούτων, ελαιόλαδου και ξηρών καρπών, κρέατος, ψαριών και θαλασσινών, ζαχαροπλαστικής και παγωτού και οινοπνεύματος ήταν υψηλότερη στον γενικό πληθυσμό σε σύγκριση με τον πληθυσμό που βρίσκεται σε επισιτιστική ανασφάλεια. Ο τελευταίος βρέθηκε ότι καταναλώνει περισσότερα όσπρια και πατάτες την ημέρα. Στατιστικά σημαντική διαφορά διαπιστώθηκε όταν ο αριθμός γευμάτων ανά ημέρα και η συχνότητα πρωινού συγκρίθηκε μεταξύ των δύο ομάδων (p <0,001). Ο πληθυσμός με επισιτιστική ανασφάλεια φαίνεται να παρακάμπτει το πρωινό συχνότερα από τον γενικό πληθυσμό (58,8% έναντι 38,8%) και σχεδόν ποτέ δεν καταναλώνει περισσότερο από έξι γεύματα την ημέρα (συμπεριλαμβανομένων των σνακ). Συμπεράσματα: Σχεδόν δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, ακόμη υπάρχουν ανισότητες στην πρόσβαση σε τροφή. Το ‘’διπλό φορτίο’’ της κακής θρέψης είναι ολοφάνερο στους ευαίσθητους πληθυσμούς, παρόλη τη συμμετοχή τους σε προγράμματα επισιτιστικής βοήθειας. Η μη επαρκής πρόσληψη ενέργειας και πρωτεΐνης παραμένει ένα ζήτημα για αυτούς που ζουν σε επισιτιστική ανασφάλεια. Ενώ η ιδέα ότι η επισιτιστική ανασφάλεια αυξάνει τον κίνδυνο για παχυσαρκία μπορεί να είναι αμφιλεγόμενη, όλο και περισσότερες έρευνές δείχνουν προς αυτό το συμπέρασμα. Το πρόσωπο της επισιτιστικής ανασφάλειας αλλάζει και ενώ αρχικά ήταν συνδεδεμένο με την υποθρεψία, υπάρχουν πλέον ενδείξεις που το σχετίζουν με το υπέρβαρο και την παχυσαρκία. Τα ευρήματα αυτής της μελέτης καταδεικνύουν τη σημασία της αύξησης πρόσβασης σε προσιτές υγιεινές τροφές για όλους τους ενήλικες, γεγονός που υποδηλώνει την ανάγκη βελτίωσης των εθνικών πολιτικών στην Ελλάδα ή / και την εφαρμογής τους el
dc.description.abstract Food security exists when all people, at all times, have physical, social and economic access to sufficient, safe and nutritious food that meets their dietary needs and food preferences for an active and healthy life.1 The application of this concept to the family level is household food security, with individuals within households as the focus of concern.1 When people do not have enough food, when they consistently need to choose inexpensive low-quality calories or experience chronic stress about where they can get their next meal, their health can suffer. People experiencing food insecurity are at a higher risk for diet-related diseases such as type 2 diabetes, high blood pressure, heart disease, and obesity.2 Moreover, when an individual or family cannot afford enough nutritious food they sometimes adopt coping strategies and trade-offs that work in a short-term, to avoid hunger. However, over time this can increase the risk for diet-related disease and make it more challenging to manage. Since the beginning of austerity in 2009, there has been a 40% increase in the prevalence of food insecurity across Europe.3 In Greece, 36% of the population was at risk of poverty or social exclusion in 2015.4 This is the first study to assess the eating habits of food insecure individuals in Greece and evaluate the effectiveness of the flagship food assistance program, FEAD (Fund for European Aid to the Most Deprived). Objective: Overall, in this research we study the nutritional behavior of food insecure population (FEAD recipients) in comparison to the general population. We aim to assess the nutritional intake and dietary habits of FEAD-targeted population. Specifically, we examine their demographic data, rates of overweight and obesity and their specific characteristic in macronutrient intake. Food groups consumption for both food insecure and general population was calculated and compared to Greek Food Based Dietary Guidelines and WHO East Mediterranean recommendations. We also analyzed their dietary habits, the meal and breakfast frequency consumption. This research gives a picture of the population receiving food aid from the only nationally coordinated food assistance program in Greece, while conducting an indirect evaluation of FEAD effectiveness. Methods: A case control study was carried out during December 2017 – December 2018, after obtaining the approval of the Ethics Committee of Agricultural University of Athens. A total of 499 recipients of the FEAD program across all Greece were enrolled in the study (cases-food insecure individuals) alongside an age-matched control group (n=545). Socio-demographic variables that were recorded and overweight and obesity were defined as body mass index 24.9-29.9kg/m2 and >29.9kg/m2, respectively. Dietary habits of the past month were assessed through a validated semi-quantitative5 FFQ. The FFQ also includes information of all main food groups that are consumed. To calculate the nutritional density of each food variable of the Food Frequency Questionnaire, we created our own Food Composition Border. As energy cut off we used a minimum daily intake <1.950 Kcal and protein malnutrition was defined as daily intake ≤0,75gr/kg body-weight6. Total protein consumption was divided by source into Protein from plant sources and protein from animal sources. An analysis of macronutrients as percent of energy was conducted. Then, total fat distinguished into polysaturated, monosaturated and saturated fat, as percent of energy. Classification into food groups of the food items evaluated in FFQ for comparison with the GFBDG was conducted. Normally distributed continuous variables will be presented as mean values ± standard deviation (mean ± SD), while categorical variables as absolute and relative frequencies separately for cases and controls. P-P plots and histograms were used to assess normality. Independent sample t-test and Mann-Whitney U-test were used to determine differences between variables. Differences between groups were calculated with chi squared test. All reported p-values are compared to a significance level of 5%. Results: The two populations are age matched (47.53±13.1 vs. 47.82±13.6). The majority of all the participants were married, and 76% of the food insecure were unemployed compared to 16% of general population (p<0.001). Moreover, the food insecure had less years of education (10.98±8.5 vs. 12.66±3.6, p<0.001) and were more likely to have 2 or more children (p<0.001). Being food insecure was associated with higher prevalence of overweight and obesity (overweight 44.0% vs. 37.5 and obese 25.4% vs. 18.0%) with barely a quarter of the food insecure having a normal range BMI (28.1%). Food insecure consumed less total energy, more carbohydrates, more protein, and less fat. Applying the 1950 kcal per day cut off, only 58% of food insecure receive adequate intake compared to 77% of the general population. The range of individuals consuming less than 1950 kcal/day for each group is illustrated in a boxplot (Figure 12.B). FEAD recipients continued to experience protein malnutrition (18.6%), whereas general population’s rate was 5.0%. As calculated percent of energy the consumption of saturated fat was similar in both groups and far exceeded the 10% recommended max of total energy per day. In most food groups the grams per day consumption between food insecure and the general population has statistically significant difference. The consumption of fruit juices, olive oil and nuts, meat, fish and seafood, confectionary and ice cream and alcohol were higher in the general population in comparison to the food insecure. Moreover, the food insecure population consumes more legumes and potatoes per day. Statistically significant difference was found when meals per day and breakfast frequency was compared between the two groups (p<0.001). The food insecure population seems to skip breakfast more often than the general population (58.8% vs. 38.8%) and almost never consume more than six meals per day (including snacks). Conclusions: About ten years after the outburst of the economic crisis in Greece, disparities in food access continue to exist. The double burden of malnutrition is becoming evident in vulnerable populations, despite being enrolled in a food assistance program. Inadequate energy intake and protein malnutrition remains an issue for those living under food insecurity. While the idea that food insecurity increases the risk of obesity may be counterintuitive, more and more studies point that way. Food transition was primary connected with underweight, but indications may lead to the changing face of food insecurity that is connected with overweight and obesity. The findings of this research address the importance of increasing access to affordable healthy foods for all adults, suggesting the need for improvements in national policies in Greece and/or their implementation. en
dc.language.iso en en
dc.subject Επισιτιστική ανασφάλεια el
dc.subject Κακή θρέψη el
dc.subject Επισιτιστικά προγράμματα el
dc.subject ΤΕΒΑ el
dc.subject Food insecurity en
dc.subject Malnutrition en
dc.subject Transition en
dc.subject Food assistance en
dc.subject FEAD en
dc.title Αξιολόγηση της διατροφικής πρόσληψης και των διατροφικών συνήθειων ατόμων σε συνθήκες τροφικής επισφάλειας στην Ελλάδα (συμμετέχοντες στο πρόγραμμα επισιτιστικής βοήθειας του Ταμείου Ευρωπαϊκής Βοήθειας σε Απόρους) el
dc.title.alternative Nutrition transition in the post-economic crisis Greece: assessing the nutritional gap of food insecure individuals. A case-control study el
dc.type Μεταπτυχιακή εργασία el
dc.contributor.department ΓΠΑ Τμήμα Επιστήμης Τροφίμων και Διατροφής του Ανθρώπου el
dc.description.degree Επιστήμη και τεχνολογία τροφίμων και διατροφή του ανθρώπου el


Files in this item

This item appears in the following Collection(s)

Show simple item record

Search DSpace


Advanced Search

Browse

My Account