Στην παρούσα εργασία μελετήθηκαν 32 ποικιλίες αμπέλου. Για τη μελέτη των
ποικιλιών αυτών, συλλέχθηκαν νεαρά φύλλα κορυφής από την Αμπελογραφική Συλλογή του
Εργαστηρίου Αμπελολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά και από την
Αμπελογραφική Συλλογή του Ινστιτούτου Αμπέλου στη Λυκόβρυση Αθηνών. Η
ταυτοποίηση και η διάκριση των ποικιλιών έγινε με τη μοριακή μέθοδο του
μικροδορυφορικου DNA (Single Sequence Repeat), χρησιμοποιώντας 6 εκκινητές.
Για τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε ο συντελεστής
ανομοιότητας (συσχέτισης ή απόστασης), Dist και σχηματίστηκαν τα αντίστοιχα
δενδρογράμματα με τη μέθοδο UPGMA. Από την επεξεργασία των αποτελεσμάτων
υπολογίστηκε ο βαθμός γενετικής ανομοιότητας μεταξύ των ποικιλιών και κυμάνθηκε από
2,22 έως 0,12 (συντελεστής Dist).
Από τα αποτελέσματα της εργασίας προκύπτει ότι η μέθοδος SSR έχει ικανοποιητικά
αποτελέσματα για την ταυτοποίηση αλλά και τον διαχωρισμό των ποικιλιών. Επιπλέον,
παρουσιάζει μεγαλύτερο βαθμό πολυμορφισμού σε σχέση με άλλες μοριακές μεθόδους.
Παρ’ όλα αυτά για την ορθή αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, καλό θα ήταν οι μοριακές
μέθοδοι να συνδυάζονται με την αμπελογραφική περιγραφή των εκάστοτε υπό μελέτη
ποικιλιών.
In the present study, 32 native grapevine varieties were studied. Young leaves of these
varieties were collected from the ampelographic collection of the Laboratory of Viticulture
(Agricultural University of Athens) and from the collection of the Institute of Viticulture in
Lykovrysi, Athens. The identification and discrimination of these varieties carried out by the
method of microsatellite DNA (Single Sequence Repeat), using 6 primers.
For the statistical analysis of the results, the dissimilarity (distance) coefficient Dist
was used in order to determine the degree of genetic similarity generating the corresponding
dendrograms with the UPGMA method. After processing the data, the degree of genetic
dissimilarity varied from 2,22 to 0,12 (coefficient Dist).
The results of the study showed that the SSR method have satisfactory results in the
identification and discrimination of grapevine varieties. Furthermore, it is displaying a greater
degree of polymorphism in contrast with other molecular methods. However, for a reliable
estimation of the results, the combination of the ampelographic description and molecular
methods is more advisable.