Εισαγωγή: Στις μέρες μας, η κατανάλωση των επεξεργασμένων τροφίμων μπορεί να φτάσει έως και το περίπου 70% της συνολικής προσλαμβανόμενης ενέργειας. Την ίδια στιγμή, οι υπάρχουσες Βάσεις Δεδομένων Σύνθεσης Τροφίμων, δεν είναι ικανές να αποτυπώσουν την ποικιλομορφία των προϊόντων αυτών. Η ανάγκη λοιπόν δημιουργίας ενός νέου εργαλείου, που να επιτρέπει τη μελέτη του νέου περιβάλλοντος, έχει προκαλέσει τη δημιουργία βάσεων δεδομένων σύνθεσης επεξεργασμένων τροφίμων παγκοσμίως. Χρυσό κανόνα αποτελεί η βάση των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία δημιουργήθηκε το 2016, ενώ στην τελευταία διαδικτυακή έκδοσή της, το 2018, περιείχε περισσότερα από 239.000 τρόφιμα. Για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, το OQALI, η γαλλική βάση δεδομένων επεξεργασμένων τροφίμων, δημιουργήθηκε το 2008, ενώ πλέον περιέχει περίπου 60.000 τρόφιμα, καλύπτωντας όλους τους τομείς των επεξεργασμένων τροφίμων. Στην Ελλάδα, διαθέτουμε τους πίνακες σύστασης της κας Τριοπούλου, οι οποίοι δημιουργήθηκαν το 1982, ενώ η τελευταία έκδοση τους δημοσιεύθηκε το 2004. Αποτελούνται από συνολικά 300 ελληνικές συνταγές, και παραδοσιακά τρόφιμα. Ο περιορισμένος όμως αριθμός των τροφίμων, οδηγεί στη χρησιμοποίηση ξένων Βάσεων Δεδομένων ως βασική πηγή πληροφοριών κατά τη διατροφική αξιολόγηση, ενώ οι πίνακες αυτοί χρησιμοποιούνται συμπληρωματικά, για τις ελληνικές παραδοσιακές συνταγές. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει το υπάρχον κενό στην Ελλάδα, ενώ οι διατροφικές συνήθειες που έχουν υιοθετηθεί τα τελευταία χρόνια, όπως η στροφή προς το έτοιμο φαγητό και η εγκατάλειψη του μαγειρέματος στο σπιτι, υποδεικνύουν την ανάγκαιότητα της μελέτης των επεξεργασμένων τροφίμων.
Σκοπός: Η παρούσα μελέτη αποτελεί την πρώτη συστηματική προσπάθεια δημιουργίας μίας βάσης δεδομένων σύνθεσης τυποποιημένων τροφίμων στην Ελλάδα. Πρωταρχικό σκοπό αποτελεί το χτίσιμο της βάσης. Στόχοι είναι η ανάπτυξη της μεθοδολογίας και της δομής της, η ανίχνευση των πηγών δεδομένων και το γέμισμά της, καθώς και η πιλοτική εξέταση της χρησιμότητάς της.
Μεθοδολογία: Αρχικά διεξήχθη βιβλιογραφική ανασκόπηση για την κατανόηση της δομής και του τρόπου χτισίματος μίας βάσης δεδομένων σύνθεσης τυποποιημένων τροφίμων. Στη συνέχεια, ακολούθησε η επιλογή των δεδομένων που επρόκειτο να συλλεχθούν και η δημιουργία των φακέλων που αποτελούν τη βάση. Πηγή των δεδομένων είναι οι ετικέτες των τροφίμων, ενώ τρόπος συλλογής τους, οι διαθέσιμες φωτογραφίες που υπάρχουν στο διαδικτυακό κατάστημα μίας από τις μεγαλύτερες ελληνικές αλυσίδες σούπερ μάρκετ (ΑΒ Βασιλόπουλος). Η καταχώρηση των δεδομένων διήρκησε από το Νοέμβριο του 2019 έως και τον Ιανουάριο του 2020. Τα δεδομένα καταχωρήθηκαν, και ελέγχθηκαν χειρονακτικά. Στην καταχώρηση συμμετείχαν και 23, μεταπτυχιακοί κυρίως, φοιτητές του Τμήματος Επιστήμης των Τροφίμων και Διατροφής του Ανθρώπου του ΓΠΑ. Το‘crowdsourcing’ είναι μία σχετικά νέα μεθοδολογία που έχει χρησιμοποιηθεί για το γέμισμα και την επικαιροποίηση μεγάλων βάσεων δεδομένων που χρησιμοποιούνται κυρίως σε εφαρμογές όπως το FoodSwich, το ‘diet tracking’ και το ‘my fitness pall’. Αποτέλεσμα των προηγούμενων βημάτων αποτελεί η HELth BFCD (ελληνικό αποθετήριο δεδομένων σύνθεσης τυποποιημένων τροφίμων).
Αποτελέσματα:. Η δομή της HELth συνίσταται σε 4 φακέλους (3 excel, 1με pdf): τον φάκελο περιγραφής, θρεπτικών, ισχυρισμών και το photobook. Από το ηλεκτρονικό κατάστημα του ΑΒ Βασιλόπουλος, το οποίο περιλαμβάνει 5.928 τρόφιμα, τα 4.351 συμφωνούν με τα κριτήρια συμπερίληψής τους στη βάση. Στην HELth αυτή τη στιγμή έχουν καταχωρηθεί περισσότερα από 2.000 τρόφιμα, ξεπερνώντας το 50% σε κάλυψη του διαδυκτιακού καταστήματος. Συγκεκριμένα, η παρούσα κατάσταση της HELth, αποτυπώνεται ως εξής: Η κατηγοριοιποίηση έχει βασιστεί στην κατηγοριοποίηση του EuroFIR στη LanguaL. Τα 2008 τρόφιμα έχουν ιεραρχηθεί σε 13 κατηγορίες, σε 23 υποκατηγορίες και 66 ομάδες τροφίμων, ενώ δεδομένα υπάρχουν για συνολικά 44 θρεπτικά. Όσον αφορά την πληρότητα της βάσης ανα μακροθρεπτικό ανά υποκατηγορία, για την ενέργεια, την πρωτεΐνη και τα λιπαρά είναι μεγαλύτερη από 90%, για τα κορεσμένα και τα σάκχαρα, μεγαλύτερη από 85% και για τους υδατάνθρακες και το αλάτι μεγαλύτερη από 78%. Αντιθέτως, η αναγραφή των τρανς είναι μηδενική σχεδόν σε όλες τις υποκατηγορίες τροφίμων, ενώ η πληρότητα των φυτικών ινών φαίνεται να εξαρτάται από την υποκατηγορία, με διακύμανση από 0 έως και 100%. Παρατηρείται επίσης ότι τα μικροθρεπτικά, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, αναγράφονται στη διατροφική δήλωση μόνο στις περιπτώσεις των εμπλουτισμένων τροφίμων ή όταν το προϊόν είναι φυσική πηγή κάποιου. Σχετικά με τον επιπολασμό ισχυρισμών στις ετικέτες, το 4,1% φέρει κάποιον ισχυρισμό υγείας, το 32,4% έναν τουλάχιστον ισχυρισμό διατροφής, το 32,4% ισχυρισμό ειδικής διατροφής, το 23,9% ισχυρισμό για τη φυσικότητα του προϊόντος, το 27%, κάποιον άλλο ισχυρισμό που δεν εμπίπτει σε καμία από τις προηγούμενες κατηγορίες. Βιολογικά είναι το 2,3% των προϊόντων, κανένα από τα 2008 προϊόντα δεν φέρει σήμα ποιότητας, την ελληνική τους προέλευση δηλώνουν το 42,8% των προϊόντων, σε παιδιά απευθύνεται το 5,2% και εμπλουτισμένα είναι το 16,5%. Όλα τα προϊόντα διαθέτουν τουλάχιστον μία φωτογραφία της εμπρόσθιας όψης τους, στον αντίστοιχο φάκελό τους, στο photobook. Τέλος, τα μεγάλα εύρη τιμών της περιεκτηκότητας σε αλάτι, ολικά και κορεσμένα λιπαρά και σάκχαρα, φανερώνουν την ποικιλομορφία των επεξεργασμένων τροφίμων και συνεπώς τη χρησιμότητα ύπαρξης της HELth.
Συμεράσματα: Οι πολυάριθμες πιθανές χρήσεις της HELth, αναδεικνύουν τις δυνατότητες αυτής της βάσης. Επιπλέον πλεονεκτήματα αποτελούν η συμβατότητά της με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, η δυνατότητα ηλεκτρονικής διαθεσιμότητάς της, καθώς και το ότι παραμένει ένα ενεργό project. Βασικό περιορισμό αποτέλεσε το στενό χρονοδιάγραμμα, αφού η δράση αυτή διεξήχθη στα πλαίσια της διπλωματικής μου μελέτης. Ευκαιρία και απειλή για την HELth αποτελεί η ανάγκη συνεργασιών, η επίτευξη των οποίων θα μπορούσε να τη μετατρέψει σε ένα πολύτιμο εργαλείο-κλειδί για την άσκηση διατροφικής πολιτικής προς όφελος της δημόσια υγεία, καθώς επίσης και για κάθε επικείμενο χρήστη της.
Background: Nowadays, processed foods can make up almost 70% of the total energy intake while the existing BFCDs are not capable of imprinting the variability of these products. Therefore, the need of a new tool to study this new environment has caused a worldwide move towards setting up such BFCDs. Common characteristic of the existing ones, is that they are results of partnerships. USDA BFCD, which is considered the gold standard, was published in 2016, while, the last downloadable release of the database, on August 2018, contained over 239,000 food items. In the European context, OQALI, the French database, set up in 2008, now contains almost 60,000 food products, covering all processed food sectors. In Greece, available are Mrs. Trihopoulou’ s food composition tables, which were implemented in 1982, and their last edition was published in 2004, containing 300 Greek recipes and traditional foods, in total. This limited number of foods, leads to the usage of FCDBs of other countries as main sources of data, while Mrs. Trihopoulou’ s FCTs are used additionally, for Greek traditional recipes. This fact underlines the existing gap in Greece, while the nutritional habits adapted, such as the turnover to ready-to-eat foods and the abandon of cooking, indicate the necessity of studying processed foods.
Aim: This study is the first systematic attempt to create a BFCD in Greece. Its first aim is the building of the database. The objectives are the development of the methodology and the structure of the database, the detection of the data sources and the filling of the database, and the pilot utility testing.
Methods: Firstly, literature research was carried out to understand the structure and the methodology of building up a BFCD, which was followed by the selection of the data to be collected and the creation of the files that constitute the database. The source of data is the products’ label, while data is collected through the available photographs at the web store’ s page of one of the largest supermarket chains in Greece. Data entry took place from November 2019 to January 2020. Data was entered and checked manually. Crowdsourcing was used during the data entry process. 23 students of the Department of Food Technology and Human Nutrition of the Agricultural University of Athens, were asked, after receiving a mini training course, to enter data, according to the instruction of the respective Manual. The result of the methodology followed is the HELth BFCD (Hellenic thesaurus of Branded Food Composition Data).
Results: HELth’ s structure is composed by four files (3 excel, 1 pdf); the description, nutrients’, claims’ file and the photobook. The online sales’ platform contains 5,928 food products, of which 4,351 agree with the inclusion criteria. By now, at the HELth database, more than 2,000 food products have been entered, exceeding the 50% coverage of the online store. Specifically, the current status of the HELth database is; the categorization is based on the categorization used by EuroFIR at LanguaL. The 2,008 food products have been hierarchized in 13 categories, 23 subcategories and 66 food groups, while data exist for 44 nutrients, in total. Concerning to the completeness of the database per macronutrient per subcategory, for energy, protein and fat, is over 90%, for saturates and sugars over 85% and for carbohydrates and salt, over 78%. In contrast, trans are mentioned at the nutritional declaration at a nearly zero percentage, while the completeness of fibers seems to depend on the subcategory, as the percentages range from 0 to 100%. It is also observed that micronutrients, with a few exceptions, are mentioned exclusively at the nutrition declaration of fortified or foods constituting a natural source of them. Relatively to the prevalence of claims in labels, 4,1% of the products entered bear a nutrition claim, 32,4 % bears at least one nutrition claim, 32,4% a special diet claim, 23,9% a natural claim and 27% bears another claim that does not fit to anyone of the previous categories. 2,3% of the products are biological, no one of the products entered carries a quality scheme, 42,8% of the products declares its Greek origin, 5,2% of the products are for kids, and 16,5% is fortified. Finally, the wide ranges of the values of salt, total and saturated fats and sugars content indicate the variability of branded foods and so, the utility of the HELth BFCD’ s existence.
Conclusions: The multiple uses of the HELth BFCD indicate its capacities. The compatibility to the European standards, the capability of its electronic availability and the fact that it remains an active project, constitute some of the main strengths of the database, while the limited timeline -as this action was part of my master thesis- was an important limitation. An opportunity, and a threat simultaneously, for the HELth BFCD is the need of collaborations, the achievement of which, can convert this database to a valuable key-tool for food policy to enhance public health, as well as for every imminent user.