Στόχος της παρούσας μεταπτυχιακής μελέτης ήταν η ταξινόμηση, διάκριση και ταυτοποίηση
ορισμένων γηγενών ποικιλιών αμπέλου. Στο πλαίσιο της εργασίας αυτής μελετήθηκαν δεκαπέντε (15)
ποικιλίες αμπέλου. Η συλλογή δειγμάτων έγινε από την περιοχή της Κορίνθου. Τα μέρη του φυτού
που χρησιμοποιήθηκαν ήταν οι νεαρές κορυφές των κυρίων βλαστών των πρέμνων. Η γενετική
ταυτοποίηση πραγματοποιήθηκε με τη χρήση μοριακών δεικτών και συγκεκριμένα με τη μέθοδο των
μικροδορυφόρων χρησιμοποιώντας 6 εκκινητές. Στη συνέχεια, για την έκφραση των αποτελεσμάτων
ακολούθησε στατιστική ανάλυση μέσω υπολογισμού του συντελεστή γενετικής απόστασης DIST, και
τελικά τα συμπεράσματα αποτυπώθηκαν με τη μορφή δενδρογράμματος.
Η συγκεκριμένη μέθοδος ταυτοποίησης επιλέχθηκε σε συνέχεια της προπτυχιακής μου μελέτης
‘Αμπελογραφική Μελέτη Μερικών Οινοποιήσιμων Ποικιλιών της Κρήτης’. Καθώς το DNA /αποτελεί
χαρακτηριστικό αμετάβλητο και αναλλοίωτο του κάθε είδους, στόχος ήταν η εξαγωγή όσο το
δυνατών ασφαλέστερων συμπερασμάτων. Εξάλλου, η διάκριση και ταξινόμηση των ποικιλιών της
αμπέλου χρησιμοποιώντας τόσο την αξιολόγηση των μορφολογικών χαρακτηριστικών τους όσο και
με τη χρήση μοριακών μεθόδων φαντάζει ιδανική.
The aim of the present study was the classification, discrimination and identification of some
grapevine varieties cultivated in Greece. Fifteen (15) grapevine varieties were studied, and samples
were collected from the area of Corinthia. The parts of the plants needed for the study were the
young leaves from the main shoots of the vines. The genetic identification of these varieties was
carried out by the method of microsatellite DNA with the use of 6 primers. For the statistical analysis
of the results, the coefficient DIST was used and the results were presented in the form of a
dendrogram.
The particular method of identification was chosen following my postgraduate study entitled
‘Ampelographic study of some indigenous wine grapevine varieties of Crete’. As DNA constitutes an
unchanged and unique characteristic among all species, the purpose was to take as more accurate and
safe results as possible. Moreover, the classification and identification of grapevine varieties using
both ampelographic characters and molecular methods, seems ideal.