Η Κεντρική Ελλάδα αποτελεί μια από τις περιοχές εξάπλωσης της κεφαλληνιακής Ελάτης (Abies cephalonica), η οποία είναι ενδημική της χώρας. Ιδιαίτερα η Ευρυτανία αποτελεί μια περιοχή μετάβασης από την κεφαλληνιακή στην υβριδογενή ελάτη (Abies borisii-regis), που εξαπλώνεται βορειότερα. Στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο της εξασθένησης και νέκρωσης της ελάτης. Οι λόγοι που οδηγούν σε αυτήν την κατάσταση αποδίδονται στην ξηρασία, τις υψηλές θερμοκρασίες λόγω της κλιματικής αλλαγής, στη ρύπανση, σε προσβολές από έντομα και μύκητες και άλλες αιτίες.
Στην παρούσα εργασία μελετώνται δενδροοικολογικά δεδομένα της περιοχής Γοριανάδων Ευρυτανίας του Δήμου Καρπενησίου, όπου τα τελευταία δύο έτη εμφανίσθηκαν νεκρώσεις ατόμων ελάτης στη χαμηλότερη υψομετρικά ζώνη εξάπλωσης της ελάτης στην περιοχή αυτή. Σκοπό της έρευνας είναι να διερευνηθεί η αιτία νέκρωσης των δένδρων μέσα από μια δενδροοικολογική μελέτη. Συγκεκριμένα από μια επιφάνεια που περιείχε ζωντανά και νεκρά δένδρα επιλέχθηκαν 10 δένδρα κεφαλληνιακής ελάτης (Abies cephalonica) από κάθε κατηγορία από τα οποία ελήφθησαν τρυπανίδια και τομές αντίστοιχα. Μετά από την κατάλληλη προετοιμασία των δειγμάτων, τη μέτρηση δακτυλίων και τη στατιστική τους επεξεργασία με τη χρήση δενδροχρονολογικών τεχνικών κατασκευάσθηκαν χρονοσειρές των αρχικών δεδομένων και δεικτών των πλατών των δακτυλίων.
Από τη διερεύνηση της αυξητικής συμπεριφοράς των ζωντανών και νεκρών δένδρων προκύπτει μια μικρή υστέρηση συνολικά της αύξησης στα νεκρά δένδρα, καθώς και μια απότομη αλλαγή της αύξησης με λεπτούς δακτυλίους τα τελευταία 1-2 έτη. Η απότομη αυτή μείωση της αύξησης και η νέκρωση των δένδρων ελάτης αποδόθηκε στην επίδραση της ξηρής και θερμής θερινής περιόδου που ακολούθησε μετά την αρνητική επίδραση της δασικής πυρκαγιάς που υπήρξε σε παρακείμενη δασική περιοχή και η οποία με το θερμικό κύμα που δημιούργησε επέδρασε αρνητικά στα πιο ασθενή δένδρα (μικρότερη αύξηση). Οι σχέσεις απόκρισης κλίματος-αύξησης δείχνουν μια στατιστικά σημαντική θετική συσχέτιση των πλατών των δακτυλίων με τις βροχοπτώσεις του Μαΐου και Ιουλίου για τα ζωντανά δένδρα. Η τάση αυτή παραμένει και για τα νεκρά δένδρα χωρίς όμως να είναι στατιστικά σημαντική, γεγονός που δείχνει ότι η θετική αυτή επίδραση των βροχοπτώσεων του τέλους της εαρινής και θερινής περιόδου ωφελεί ελάχιστα ή καθόλου τα εξασθενημένα δένδρα ελάτης. Φαίνεται λοιπόν ότι η επίδραση της δασικής πυρκαγιάς επιτάχυνε τη νέκρωση στα υπολειπόμενα σε αύξηση δένδρα επηρεάζοντας ανεπανόρθωτα την υδραυλική τους συμπεριφορά. Η καταπόνηση και εξασθένηση των δένδρων από άλλους παράγοντες αθροιστικά με τις δυσμενείς κλιματικές συνθήκες μπορεί να δημιουργήσει μια απότομη μείωση της κατά πλάτους αύξησης, η οποία μπορεί να οδηγήσει άμεσα στη νέκρωση του δένδρου τα επόμενα 1-2 έτη. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν το ρόλο των διαταραχών αύξησης της ελατής στην εμφάνιση του φαινομένου της νέκρωσης και τη σημασία που έχει η αξιοποίηση τους ως εργαλείο στη διαχείριση των ελατοδασών στα πλαίσια της προσαρμογής τους στην κλιματική αλλαγή.
Central Greece represents one of the distribution areas of Cephalonian fir (Abies cephalonica), an endemic species of the country. Evritania in particular, is the transition area from the Cephalonian to the hybrid fir (Abies borisii-regis), which spreads further north. The phenomenon of fir-trees weakening and necrosis has been observed in the past decades. This phenomenon has been attributed, among others, to drought, high temperatures due to climate change, pollution, insect and fungal infestations. The present work presents the study of the dendroecological data from the Gorianades area in Evrytania, Municipality of Karpenisi, where, in the last two years, necrosis of fir individuals appeared in the lowest altitude zone of the species distribution in this area. The aim of the research is to investigate the cause of the trees necrosis through a dendroecological study. Specifically, from a surface containing alive and dead trees, 10 Cephalonian fir trees (Abies cephalonica) were selected from each category from which tree-cores and cross-sections were obtained, respectively. After the proper preparation of the samples, the measurement of the tree-ring widths and their statistical processing using dendrochronological techniques, time series of the initial data and indices of the widths of the tree-rings were constructed. The investigation of the growth behavior of living and dead trees shows a small lag in overall growth in dead trees, as well an abrupt growth change over the last 1-2 years with very narrow tree-rings. This abrupt growth change and necrosis of fir trees was attributed to the effect of the dry and hot summer period that followed the negative effect of the forest fire that existed in an adjacent forest area and which with the heat wave it created negatively affected the most vulnerable trees (smaller growth). Climate-growth response functions show a statistically significant positive correlation of tree-ring width with May and July precipitation for living trees. This trend remains for dead trees but is not statistically significant, which shows that this positive effect of late spring and summer rainfall has little or no benefit to weakened fir trees. It therefore seems that the effect of the forest fire accelerated the necrosis of the remaining growing trees, irreversibly affecting their hydraulic behavior. Τhe stress and weakening of trees by other factors cumulatively with adverse climates can create a sharp decrease in tree-ring width, which can lead to immediate tree necrosis in the next 1-2 years. The results of the research show the role of fir growth disorders in the occurrence of necrosis and the importance of their use as a tool in the management of fir forests in the context of their adaptation to climate change.