dc.contributor.advisor |
Καρανικόλας, Παύλος |
el |
dc.contributor.author |
Πατατουκάκη, Χρυσούλα B. |
el |
dc.date.issued |
2022-05-10 |
|
dc.identifier.uri |
http://hdl.handle.net/10329/7613 |
|
dc.description.abstract |
Η εκτροφή προβάτων στην Ελλάδα αποτελεί από την αρχαιότητα κυρίαρχο τομέα της ελληνικής κτηνοτροφίας. Σε επίπεδο ΕΕ, η Ελλάδα κατέχει την τέταρτη θέση σε πλήθος προβάτων και παραγόμενου κρέατος, ενώ στην παραγωγή πρόβειων τυριών καταλαμβάνει την πρώτη θέση παγκοσμίως, διοχετεύοντας στην αγορά μοναδικά ΠΟΠ-ΠΓΕ προϊόντα. Οι Έλληνες προβατοτρόφοι, νομάδες στην πλειοψηφία τους αρχικά, στρέφονται τις τελευταίες δεκαετίες ολοένα και περισσότερο στην εντατική εκμετάλλευση και στις πεδινές περιοχές, ενώ ταυτόχρονα τα ποίμνια μειώνονται σε πλήθος και αυξάνουν σε μέγεθος. Η τάση αυτή είναι εύλογη και εξυπηρετεί διπλό σκοπό‧ αφενός την ανταπόκριση της κτηνοτροφίας στην κάλυψη των διατροφικών αναγκών του ανθρώπου και αφετέρου στην επίτευξη της οικονομικής βιωσιμότητας των προβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων. Η επίπτωση όλων αυτών είναι αναμενόμενη όσο και καταστροφική‧ σταδιακή εγκατάλειψη της, φαινομενικά ασύμφορης εξαιτίας χαμηλής παραγωγικότητας, εκτροφής των ελληνικών αυτόχθονων φυλών προβάτων.
Το ίδιο συμβαίνει, σε παγκόσμιο επίπεδο, στο σύνολο των ζωικών γενετικών πόρων‧ εκατοντάδες φυλές έχουν εξαφανιστεί τα τελευταία χρόνια ενώ υπολογίζεται ότι κάθε μήνα εξαφανίζονται 6 φυλές αγροτικών ζώων. Η διατήρηση όμως των φυλών είναι σημαντική τόσο για την ανταπόκριση της γεωργίας στην επισιτιστική ασφάλεια όσο και για πολιτιστικούς, ιστορικούς και περιβαλλοντικούς λόγους. Επιπλέον, η σπουδαιότητα των αυτόχθονων φυλών έγκειται και στη δυναμική βελτίωσης της οικονομικής απόδοσης των εκμεταλλεύσεων, μέσω χαρακτηριστικών όπως η προσαρμοστικότητα στις τοπικές συνθήκες, η ανθεκτικότητα στις ζωονόσους, οι χαμηλές απαιτήσεις διατροφής και κτιριακών υποδομών, το αυξημένο προσδόκιμο παραγωγικής ζωής και η παραγωγή μοναδικών ποιοτικών προϊόντων.
Η παγκόσμια κοινότητα, με πρωτοβουλία του FAO, ανταποκρίνεται στην ανάγκη διαφύλαξης των γενετικών πόρων των αγροτικών ζώων ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Το 1980 λαμβάνει χώρα η πρώτη συντονισμένη δράση στην Ευρώπη που, έκτοτε, υιοθετεί την προστασία της βιοποικιλότητας ως στόχο των στρατηγικών σχεδίων της. Μέσω των γεωργοπεριβαλλοντικών μέτρων της αγροτικής ανάπτυξης υλοποιούνται προγράμματα διατήρησης των απειλούμενων αυτόχθονων φυλών με στόχο τη διευκόλυνση της εκτροφής τους και την αντιστροφή της πτωτικής τάσης της γενετικής ποικιλομορφίας τους.
Η βιβλιογραφία που μελετήθηκε, στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης και με αφετηρία διερεύνησης το έτος 1975, αναφέρει 32 ελληνικές αυτόχθονες φυλές προβάτων‧ όμως η πιο πρόσφατη επίσημη καταγραφή περιλαμβάνει πληθυσμούς μόνο για τις 21 από αυτές. Η πληθυσμιακή επικράτηση ανήκει στις φυλές υψηλότερης γαλακτοπαραγωγής με ένα μεγάλο ποσοστό των υπόλοιπων φυλών να βρίσκεται σε κατάσταση ευαίσθητη, επισφαλή ή εξαφάνισης. Οι τελευταίες αποτελούν το πεδίο παρέμβασης των προγραμμάτων διατήρησης, που ξεκινούν στην Ελλάδα το 1995 και διανύουν ήδη την τρίτη δεκαετία υλοποίησης. Ο βαθμός επίτευξης των στόχων τους κρίνεται βάσει της μείωσης του ρυθμού εξαφάνισης φυλών αλλά και της αύξησης των πληθυσμών όσων φυλών διατηρούνται έως σήμερα. Με τις ανωτέρω δύο παραμέτρους και τον ρόλο που έπαιξε η κοινή αγροτική πολιτική σε αυτές, αλλά και με τον προβληματισμό του κατά πόσο εν τέλει η εκτροφή αυτόχθονων φυλών προβάτων παρουσιάζει οικονομικό ενδιαφέρον, ασχολείται η παρούσα μελέτη εστιάζοντας στις φυλές Φλώρινας-Πελαγονίας και Καλαρρύτικη.
Συνολικά, 11 αυτόχθονες φυλές προβάτων έχουν ήδη εξαφανιστεί ενώ το 60,87% των εναπομενουσών φυλών κινδυνεύει, αποδεικνύοντας την αδυναμία στόχευσης των προγραμμάτων διατήρησης απειλούμενων αυτόχθονων φυλών. Ελάχιστα έχουν γίνει προς την κατεύθυνση της οικονομικής βιωσιμότητας των εκμεταλλεύσεων μέσω της αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων των αυτόχθονων φυλών, ενώ στον σχεδιασμό των προγραμμάτων διατήρησης δεν φαίνεται να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες κάθε φυλής. Ταυτόχρονα, ο σχεδιασμός των προγραμμάτων διατήρησης γενετικών πόρων πρέπει να ενισχυθεί με δράσεις που να προάγουν την ορθή διαχείριση καταγραφής των πληθυσμών και τον καλύτερο συντονισμό των εμπλεκόμενων φορέων. |
el |
dc.description.abstract |
Sheep farming in Greece has been the dominant sector of Greek livestock farming since ancient times. Greece ranks fourth in the EU in terms of the number of sheep and meat produced, while it is the world leader in the production of sheep cheeses, supplying the market with unique PDO-PGI products. Greek sheep farmers, the majority of whom were originally nomadic herders, have in recent decades increasingly turned to intensive farming and lowland areas, while flocks are decreasing in number and increasing in size. This trend is understandable and serves a dual purpose; on the one hand, to make livestock production responsive to meeting human nutritional needs and, on the other, to achieve economic viability of sheep farms. The impact of all this is both expected and disastrous; it leads to the gradual abandonment of the rearing of Greek indigenous sheep breeds, which appears as seemingly unprofitable due to low productivity.
The same is happening, globally, to all animal genetic resources; hundreds of breeds have disappeared in recent years and it is estimated that 6 breeds of farm animals are disappearing every month. However, breed conservation is important both for agriculture’s response to food security and also for cultural, historical and environmental reasons. In addition, the importance of indigenous breeds also lies in the potential for improving the economic performance of farms through characteristics such as adaptability to local conditions, resistance to zoonotic diseases, low nutritional and building infrastructure requirements, increased productive life expectancy and the production of unique quality products.
The global community, at the initiative of the FAO, has been responding to the need of conserving the genetic resources of farm animals since the early ’60s. In 1980, the first concerted action took place in Europe, which has since adopted the protection of biodiversity as an objective of its strategic plans. Through agri-environmental measures in rural development, conservation programmes for endangered indigenous breeds are being implemented with the aim of facilitating their breeding and reversing the downward trend in their genetic diversity.
The literature studied in the context of the present study, starting with the year 1975, mentions 32 Greek indigenous sheep breeds; but the most recent official record includes populations for only 21 of them. The population predominance belongs to the breeds with the highest milk production, with a large proportion of the remaining breeds being in a vulnerable, endangered or critical status. The latter are the field of intervention of the conservation programmes, which started in Greece in 1995 and are already in their third decade of implementation. The extent to which their objectives have been achieved is judged on the basis of the reduction in the rate of extinction of breeds and the increase in the populations of those breeds that have been conserved to date. The present study deals with the above two parameters and the role played by the common agricultural policy in them, as well as with the question of whether the breeding of indigenous sheep breeds is of economic interest, focusing on the Florina-Pelagonia and Kalarytiki sheep breeds.
In total, 11 indigenous sheep breeds have already disappeared and 60.87% of the remaining breeds are endangered, demonstrating the inability to target conservation programmes for endangered indigenous breeds. Little has been done to ensure the economic viability of farms by exploiting the advantages of indigenous breeds, and the specificities of each breed do not seem to be taken into account in the design of conservation programmes. Simultaneously, the design of genetic resource conservation programmes should be reinforced with actions that promote good registration management of sheep population and better coordination of the stakeholders involved. |
en |
dc.language.iso |
el |
el |
dc.subject |
Πρόβατο |
el |
dc.subject |
Καλαρρύτικη φυλή |
el |
dc.subject |
Φλώρινας Πελαγονίας φυλή |
el |
dc.subject |
Πρόγραμμα διατήρησης |
el |
dc.subject |
Απειλούμενες αυτόχθονες φυλές |
el |
dc.subject |
Ζωικοί γενετικοί πόροι |
el |
dc.subject |
ΚΑΠ |
el |
dc.subject |
Δράση 10.1.9 |
el |
dc.subject |
Σύνδεση φυλής προϊόντος |
el |
dc.subject |
ΠΟΠ ΠΓΕ |
el |
dc.subject |
Sheep |
en |
dc.subject |
Kalarrytiki breed |
en |
dc.subject |
Florina Pelagonia breed |
en |
dc.subject |
Conservation programme |
en |
dc.subject |
Endangered indigenous breeds |
en |
dc.subject |
Animal genetic resources |
en |
dc.subject |
CAP |
en |
dc.subject |
10.1.19 action |
en |
dc.subject |
Product breed connection |
en |
dc.subject |
PDO PGI |
en |
dc.title |
Ρόλος της ΚΑΠ στα παραγωγικά συστήματα που βασίζονται σε αυτόχθονες φυλές προβάτων |
el |
dc.title.alternative |
Role of CAP in production systems based on indigenous sheep breeds |
en |
dc.type |
Μεταπτυχιακή εργασία |
el |
dc.contributor.department |
ΓΠΑ Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης |
el |
dc.description.degree |
Επιχειρηματικότητα και συμβουλευτική στην αγροτική ανάπτυξη |
el |