Aim: Vegetable protein sources are characterized by their rich content of fiber, antioxidants, and minerals, all of which have been scientifically demonstrated decrease the development of IFG and/or T2DM. The aim of this study was to assess the relationship between the consumption of vegetable protein sources, in Greek adults, using a representative sample and glucose status; Normal glucose levels, IFG and T2DM.
Methodology: For this study, from total HNNHS sample, a subgroup of 982 participants only from urban cities (Athens and Thessaloniki), were included, because all the necessary biochemical and anthropometric measurements were collected only in these cities. All the participants were adults and consisted of individuals that have reported/ diagnosed with T2DM, people on any diabetic medication/ treatment, irrespective of T2DM report and people that were unaware or undiagnosed, but post blood sampling results were classified as IFG or with T2DM. Clinical examinations such as blood results for fasting glucose and insulin levels, and other health indicators, were performed. Individuals were interviewed in order to collect data on their medical history and medication and supplement use, socioeconomical status, quality of life (QoL) and lifestyle status (alcohol intake, smoking, physical activity, sleeping). In order to measure the consumption of vegetable protein two 24-hour dietary recalls were collected. Vegetable protein consumption was analyzed in grams (gr) with the use of USDA food database and the mean average of the consumption was calculated for each participant. Logistic regression analyses was then performed to determine the relationship between vegetable protein consumption and glucose status. The analysis was stratified by total vegetable protein % of TEI, animal protein % of TEI, saturated fat % of TEI, total energy, MedDiet score, smoking status, sex, age, educational status and marital status.
Results: Individuals with impaired glucose status consumed more vegetable protein compared to those with normal glucose levels (4.8% to 5.4% of their total energy intake of their total caloric intake). Results showed that current smokers specifically with IFG/T2D were those with the highest consumption (5.5% of TEI compared to 4.9% of smokers with normal glucose. The likelihood of impaired glucose status increased for individuals at the highest tertile of intake for vegetable protein (OR: 1.44, 95%CI: 1.04-2.23). When analysis was stratified by smoking status, the relationship remained significant only for current smokers (OR: 2.5, 95%CI: 1.19-5.31).
Conclusions: From this study, a relation between smokers and the consumption of vegetable protein in individuals with IFG and/or T2DM. This effect is not yet understood as it isn’t known whether a smoking-related mechanism is responsible or whether it comes from the type of vegetable sources that smokers consume. Therefore, it is important to perform additional research in Greek population that will categorize the sources of vegetable protein to understand exactly the relation between vegetable protein, IFG and/or T2DM and smoking.
Σκοπός: Οι φυτικές πηγές πρωτεϊνης χαρακτηρίζονται από την πλούσια περιεκτικότητά τους σε φυτικές ίνες, αντιοξειδωτικά και μέταλλα, τα οποία έχουν αποδειχθεί επιστημονικά ότι μειώνουν την ανάπτυξη διαταραχών της γλυκόζης νηστείας ή/και του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2). Ο στόχος αυτής της μελέτης ήταν να αξιολογήσει τη σχέση μεταξύ της κατανάλωσης πηγών φυτικής πρωτεΐνης, σε Έλληνες ενήλικες, με τη χρήση αντιπροσωπευτικού δείγματος και της κατάστασης γλυκόζης. Φυσιολογικά επίπεδα γλυκόζης, IFG και ΣΔ2.
Μεθοδολογία: Για τη μελέτη αυτή, από το σύνολο του δείγματος HNNHS, συμπεριλήφθηκε μια υποομάδα 982 συμμετεχόντων μόνο από αστικές πόλεις (Αθήνα και Θεσσαλονίκη), επειδή όλες οι απαραίτητες βιοχημικές και ανθρωπομετρικές μετρήσεις συλλέχθηκαν μόνο σε αυτές τις πόλεις. Όλοι οι συμμετέχοντες ήταν ενήλικες και αποτελούνταν από άτομα που ανέφεραν/διαγνώστηκαν με ΣΔ2, άτομα σε οποιαδήποτε φαρμακευτική αγωγή/θεραπεία για διαβήτη, ανεξάρτητα από την αναφορά ΣΔ2 και άτομα που δεν γνώριζαν ή δεν είχαν διαγνωστεί, αλλά τα αποτελέσματα μετά την αιμοληψία ταξινομήθηκαν ως άτομα με διαταραχές στη γλυκόζη ή με ΣΔ2. Πραγματοποιήθηκαν κλινικές εξετάσεις όπως αποτελέσματα αίματος για επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης νηστείας και άλλοι δείκτες υγείας. Τα άτομα ερωτήθηκαν για τη συλλογή δεδομένων σχετικά με το ιατρικό τους ιστορικό και τη χρήση φαρμάκων και συμπληρωμάτων, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση, την ποιότητα ζωής (QoL) και την κατάσταση του τρόπου ζωής (κατανάλωση αλκοόλ, κάπνισμα, σωματική δραστηριότητα, ύπνος). Για τη μέτρηση της κατανάλωσης φυτικής πρωτεΐνης συλλέχθηκαν δύο 24ωρες διατροφικές ανακλήσεις. Η κατανάλωση φυτικής πρωτεΐνης αναλύθηκε σε γραμμάρια (gr) με τη χρήση της βάσης δεδομένων τροφίμων του USDA και υπολογίστηκε ο μέσος όρος της κατανάλωσης για κάθε συμμετέχοντα. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις λογιστικής παλινδρόμησης για να προσδιοριστεί η σχέση μεταξύ της κατανάλωσης φυτικής πρωτεΐνης και της κατάστασης γλυκόζης. Η ανάλυση στρωματοποιήθηκε με βάση τη συνολική φυτική πρωτεΐνη % του TEI, τη ζωική πρωτεΐνη % του TEI, τα κορεσμένα λιπαρά % του TEI, τη συνολική ενέργεια, τη βαθμολογία MedDiet, την κατάσταση καπνίσματος, το φύλο, την ηλικία, την εκπαιδευτική κατάσταση και την οικογενειακή κατάσταση.
Αποτελέσματα: Τα άτομα με διαταραχές στη γλυκόζη κατανάλωναν περισσότερη φυτική πρωτεΐνη σε σύγκριση με εκείνα με φυσιολογικά επίπεδα γλυκόζης (4,8% έως 5,4% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης της συνολικής θερμιδικής τους πρόσληψης). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι σημερινοί καπνιστές ειδικά με IFG/T2D ήταν εκείνοι με την υψηλότερη κατανάλωση (5,5% του TEI σε σύγκριση με 4,9% των καπνιστών με φυσιολογική γλυκόζη. Η πιθανότητα μειωμένης κατάστασης γλυκόζης αυξήθηκε για τα άτομα με το υψηλότερο τριπλό πρόσληψης φυτικής πρωτεΐνης (OR: 1,44, 95%CI: 1,04-2,23) Όταν η ανάλυση στρωματοποιήθηκε με βάση την κατάσταση καπνίσματος, η σχέση παρέμεινε σημαντική μόνο για τους σημερινούς καπνιστές (OR: 2,5, 95%CI: 1,19-5,31).
Συμπεράσματα: Από αυτή τη μελέτη, μια σχέση μεταξύ των καπνιστών και της κατανάλωσης φυτικής πρωτεΐνης σε άτομα με IFG ή/και ΣΔ2. Αυτό το αποτέλεσμα δεν είναι ακόμη κατανοητό καθώς δεν είναι γνωστό εάν ένας μηχανισμός που σχετίζεται με το κάπνισμα ευθύνεται ή αν προέρχεται από τον τύπο φυτικών πηγών που καταναλώνουν οι καπνιστές. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να πραγματοποιηθεί πρόσθετη έρευνα στον ελληνικό πληθυσμό που θα κατηγοριοποιήσει τις πηγές φυτικής πρωτεΐνης για να κατανοήσει ακριβώς τη σχέση μεταξύ φυτικής πρωτεΐνης, IFG ή/και ΣΔ2 και καπνίσματος.